Η θέση της Ελλάδος στο μεταβαλλόμενο διεθνές πολιτικό σκηνικό του 20ου αιώνα





Εισαγωγή

Η αυγή του 20ου αιώνος βρήκε το ελληνικό κράτος σε κατάσταση αποσυντονισμού. Επικρατούσε ήδη αναβρασμός, απότοκο των οικονομικών δυσκολιών που προκάλεσε η έλευση του Δ.Ο.Ε (Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου) μετά τον ατυχή για την Ελλάδα ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, του μακεδονικού αγώνος κατά των Βουλγάρων Κομιτατζήδων, αλλά και λόγω της γενικότερης απαξίωσης του πολιτικού συστήματος. Όμως, ποια ήταν η συνολική πορεία της Ελλάδος στο μεταβαλλόμενο διεθνές πολιτικό περιβάλλον κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα; Με το παρόν επιχειρούμε να τη σκιαγραφήσουμε, καταδεικνύοντας, παράλληλα, τους σημαντικότερους σταθμούς αυτής.

Η πρώτη δεκαετία του 20ου
 
Η πρώτη δεκαετία του 20ου βρίσκει την Ελλάδα να προσπαθεί να υπερασπισθεί τη Μακεδονία από τη βουλγαρική βουλιμία. Η Βουλγαρία, μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885, επιχειρεί να εκβουλγαρίσει βιαίως τους πληθυσμούς της Μακεδονίας. Το νέο αυτό κύμα με πρωτοστάτες τους κομιτατζήδες οπλαρχηγούς ακολουθεί την εξέγερση του Ίλιντεν[1] το 1903 και εξαπλούται στον μακεδονικό χώρο, παρά την παρουσίαση του σχεδίου Μυστέργκ που οικονομούσε τη συμμετοχή των χριστιανικών πληθυσμών στη διοίκηση των νέων βιλαετίων στην Ευρωπαϊκή Τουρκία. Η τουρκική αντίδραση, μετά το Ίλιντεν, προς τους βουλγάρους εξαρχικούς είναι χλιαρή. Από την πλευρά της ηττημένης Ελλάδος του 1897 το μόνο που επιχειρείται είναι κάποιες ατομικές προσπάθειες Ελλήνων αξιωματικών, οι οποίοι πέρασαν τα σύνορα με σκοπό να οργανώσουν την άμυνα των ελληνικών πληθυσμών. Κορυφαίο παράδειγμα είναι ο Παύλος Μελάς που δρούσε με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας.

         Εκτός, όμως, του Μακεδονικού το διεθνές σκηνικό δείχνει να έχει διαφοροποιηθεί δραματικά. Ως προς το λεγόμενο και «Ανατολικό Ζήτημα»[2], η Αγγλία έχει αλλάξει στάση. Η πάγια αγγλική εξωτερική πολιτική, έως το 1878 τουλάχιστον, επιθυμούσε τη διατήρηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως ανάχωμα για την κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Από τη χρονιά εκείνη, σταδιακά, η Αγγλία αναθεωρούσε την υποστήριξή της προς τον Σουλτάνο. Ο λόγος ήταν η δυναμική είσοδος στα πράγματα της Γερμανίας του 2ου Ράϊχ υπό τον Καγκελλάριο Βίσμαρκ. Σταδιακά οι Γερμανοί εξετόπισαν την Αγγλική επιρροή στο Οθωμανικό κράτος και αύξησαν σε μεγάλο βαθμό τη δική τους στα πλαίσια του «Ντραγκ Ναχ Όστεν», δηλαδή την επέκταση προς Ανατολάς.
    
Είναι φανερό, πλέον, ότι το παλαιό και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα δεν επαρκεί για να οδηγήσει τη χώρα μέσα από τις συμπληγάδες των νέων λεπτών διεθνών ισορροπιών. Η δολοφονία του Θεοδώρου Δηλιγιάννη το 1905 (καίτοι αποδίδεται σε κάποιον χαρτοπαίκτη) ήταν χαρακτηριστική της εποχής και προοίμιο για το κίνημα στου Γουδή το 1909 από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, το οποίο είχε την υποστήριξη των μεσαίων στρωμάτων.


Σε αυτό σημείο, και πριν να αναφερθούμε στο αποτέλεσμα του κινήματος στο Γουδί, θα πρέπει να αναφέρουμε τη χρεωκοπία της Ελλάδος. Το 1893 ο τότε πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης δήλωσε το περίφημο: "Δυστυχώς επτωχεύσαμεν". Παρά την ελληνική χρεωκοπία, όμως, το κράτος αρνήθηκε τις προστάσεις των πιστωτών και συνέχισε την πολιτική του, διοργάνωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, αλλά υπέπεσε σε ένα ολισθηρότατο ατόπημα, το οποίο οδήγησε την Ελλάδα στην εποπτεία του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Αυτό ήταν ο ατυχής πόλεμος του 1897 με την Τουρκία, με αφορμή το Κρητικό ζήτημα. Η σύγκρουση με την τότε Οθωμανική αυτοκρατορία (ο στρατός της οποίας είχε εκπαιδευτεί και εξοπλιστεί από τη Γερμανία) οδήγησε στη συντριβή των ελληνικών στρατευμάτων και την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Ορίστηκε η καταβολή υπέρογκης πολεμικής αποζημιώσεως, ενώ, παράλληλα ρυθμίστηκαν και τα παλαιότερα χρέη της Ελλάδος.


Τώρα, για να επιστρέψουμε στο 1909, οι συνέπειες του κινήματος ήταν η άφιξη στην Αθήνα ενός χαρισματικού πολιτικού: Του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος επιχείρησε να αναμορφώσει το ελληνικό κράτος και την κοινωνία. Ο ίδιος θα δώσει σάρκα και οστά στο πρόταγμα της «Μεγάλης Ιδέας», το οποίο συνίστατο στην ενσωμάτωση των ελληνικών πληθυσμών εκτός της ελληνικής επικρατείας σε αυτή με την ένταξη των περιοχών που διαβιούν στο ελληνικό κράτος, αποσπώντας αυτές από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Έτσι προχώρησε στον εκσυγχρονισμό της χώρας με το σύνταγμα του 1911, τον επανεξοπλισμό του στρατού και τη δημιουργία ισχυρού πολεμικού ναυτικού, στοιχείου απαραίτητου για την επικράτηση σε μελλοντική στρατιωτική διένεξη. Παράλληλα, λειτουργούσε ως ο κύριος εκφραστής της αγγλικής πολιτικής -έχοντας σχεδόν άριστες σχέσεις με τους Άγγλους-. Ήταν πλέον γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι τα συμφέροντα της Αγγλίας, για πρώτη φορά από την ίδρυση του ελληνικού κράτους του 1830, ταυτίζονταν με τον ελληνικό αλυτρωτισμό.


Επειδή, όμως, η κατάσταση στη Βαλκανική μετά την ανάδυση του αλυτρωτισμού των υπολοίπων βαλκανικών λαών ήταν ιδιαιτέρως έκρυθμη (π.χ Μακεδονικό), ο Βενιζέλος στράφηκε και προς την απέναντι Μικρασιατική ακτή, στους αλύτρωτους Έλληνες της Ιωνίας όπου δεν υπήρχαν αντίζηλοι. Αυτή, φυσικά, η στροφή δεν απέκλειε το συνεχιζόμενο ενδιαφέρον για τους Έλληνες στα βαλκανικά εδάφη.


Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913) & Α’ Παγκόσμιος (1914-1918)
 
Αν το Γουδί αποτέλεσε κομβικό σημείο στη νεοελληνική ιστορία, η επόμενη δεκαετία αποτέλεσε τον καταλύτη για την Εθνική Ολοκλήρωση. Η επιμονή του Βενιζέλου να συμμετάσχει και η Ελλάδα στη συμμαχία της Σερβίας με τη Βουλγαρία, στηριγμένη στο ισχυρό πολεμικό ναυτικό[3] που φρόντισε να δημιουργήσει, έδινε νέα τροπή στα πράγματα. Ο ισχυρός βαλκανικός συνασπισμός απαίτησε από τους Τούρκους τον σεβασμό των μειονοτήτων στην Οθωμανική επικράτεια. Η άρνηση της Τουρκίας οδήγησε στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο τον Οκτώβριο του 1912 που απέβη νικηφόρος για τα βαλκανικά κράτη, ενώ τον Ιούλιο του 1913 η πρόθεση της Βουλγαρίας να αρπάξει εδάφη από την Ελλάδα και τη Σερβία έδωσε την αφορμή για τον επίσης νικηφόρο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι ακόμη και οι Μεγάλες Δυνάμεις αιφνιδιάστηκαν από τη συμμαχία αυτή και τον κεραυνοβόλο πόλεμο κατά της Τουρκίας.


Τα αποτελέσματα των Βαλκανικών πολέμων απέβησαν καταλυτικά για την αύξηση της εκτάσεως της Ελλάδος αλλά και της ισχύος της. Συγκεκριμένα η Ελλάδα, από τα 64 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα στις αρχές του Οκτωβρίου του 1912, βρέθηκε στις αρχές του Αυγούστου του 1913 με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου[4] να έχει σχεδόν διπλασιαστεί στα 120 χιλιάδες περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα. Απελευθερώθηκε η Ήπειρος, η Μακεδονία, τα νησιά του Βορείου Αιγαίου και ενσωματώθηκε η Κρήτη. Επιπλέον, ο πληθυσμός της Ελλάδος αυξήθηκε από τα 2,6 εκατομμύρια περίπου στα 5 εκατομμύρια.
 

Η εδαφική αυτή επέκταση περιέκλειε δεκάδες χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών και δρόμων. Επιπρόσθετα, επέφερε αύξηση του κρατικού προϋπολογισμού, βιομηχανική ανάπτυξη, άνοδο της ναυτιλίας και επέκταση του εμπορίου, ενώ ενίσχυσε τα μέγιστα το εθνικό γόητρο, δεδομένου ότι μόλις 15 έτη πριν, το 1897, η χώρα είχε υποστεί μία ταπεινωτική ήττα από την Τουρκία και είχε υπαχθεί στον Διεθνή Οικονομικό έλεγχο προκειμένου να πληρώσει τις δυσβάσταχτες πολεμικές αποζημιώσεις.


Αλλά τα γεγονότα είναι καταιγιστικά και πρωτόγνωρα, καθώς οι διεθνείς εξελίξεις οδηγούν στο ξέσπασμα του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Ο ανελέητος οικονομικός ανταγωνισμός της Γερμανίας με  την Αγγλία, κατά κύριο λόγο, και τη Γαλλία κατά δεύτερο, παράλληλα με την πρόθεση των Γερμανών να αναπτύξουν ναυτικές δυνάμεις και να καταστούν αποικιοκρατική δύναμη, κατέληξε στην ένοπλη σύγκρουσή τους το 1914 στα πλαίσια του Α’ παγκοσμίου. Επαληθεύονταν, έτσι, για μία ακόμη φορά ο Κλαούζεβιτς που όριζε τον πόλεμο ως τη «συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Προηγουμένως, από τη δεκαετία του 1880, η Αγγλία είχε φροντίσει να προσεγγίσει την άλλοτε αντίζηλό της στην Ανατολική Μεσόγειο Τσαρική Ρωσία. Έτσι η τριπλή Συνεννόηση, με τη συμμετοχή και της Γαλλίας, ή αλλοιώς ΑΝΤΑΝΤ, ανέλαβε τη διεξαγωγή του πολέμου εναντίον των κεντρικών αυτοκρατοριών, που τις αποτελούσαν η Αυστροουγγαρία και η Γερμανία αρχικά, ενώ αργότερα προσετέθησαν στο πλευρό τους η Οθωμανική αυτοκρατορία και η Βουλγαρία.


Ο Βενιζέλος ήταν εξ’ αρχής πεπεισμένος ότι η νίκη θα στεφάνωνε τα όπλα της ΑΝΤΑΝΤ, για τον απλούστατο λόγο ότι κυριαρχούσαν στις θάλασσες. Η επιδίωξή του ήταν να συμμετάσχει η Ελλάδα στο πλευρό των συμμάχων ώστε να αποκομίσει τα μέγιστα δυνατά εδαφικά οφέλη και να καταστεί, τρόπο τινά, σε περιφερειακή δύναμη. Ειδικά, μετά την ένταξη της Τουρκίας και της Βουλγαρίας στο πλευρό των Κεντρικών αυτοκρατοριών[5] και την παράλληλη πρόταση της Αγγλίας, η οποία συνίστατο σε συγκεκριμένα εδαφικά ανταλλάγματα, δίνονταν μία μοναδική ευκαιρία στη χώρα.


Υπήρχε, όμως, ένα σοβαρότατο πρόβλημα. Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Γεώργιο τον Α’ μετά τη δολοφονία του στη Θεσσαλονίκη το 1913. Ο Κωνσταντίνος, γερμανοτραφής ων και έχοντας ως σύζυγο την αδερφή του Κάϊζερ Σοφία, επιθυμούσε την τήρηση ουδέτερης στάσης, η οποία στην ουσία εξυπηρετούσε τα γερμανικά συμφέροντα. 


Είναι χαρακτηριστικά αυτά που γράφει η Σοφία στον αδελφό της Κάϊζερ Γουλιέλμο Β’, η οποία, παρεμπιπτόντως αισθάνεται Γερμανίδα και όχι Ελληνίδα:


«Ελπίζω ότι δεν θα παραβλέψεις το γεγονός πως στην επιδίωξη των σχεδίων μας η Ελλάδα αν συνδεθεί σιδηροδρομικώς θα μπορούσε ένεκα της γεωγραφικής της θέσης να φανεί χρήσιμη και πολύτιμη βοηθός της αγαπημένης μας πατρίδας. Θα συνεχίσουμε πάντα να εργαζόμαστε ανάμεσα στο λαό για το καλό της Γερμανίας ενάντια στους εχθρούς μας. Μπορείς να είσαι απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό και είμαι περήφανη που τα απερίγραπτα βάσανα και οι αγωνίες στις οποίες έχουμε υποβληθεί και υποβαλλόμαστε για τη διατήρηση της ουδετερότητας, μας έκαναν ικανούς να προσφέρουμε σημαντικές υπηρεσίες. Με αγάπη Σοφία.»[6]


Η άμεση αντίδραση του Βενιζέλου ήταν να παραιτηθεί. Τα αγγλογαλλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1916 και η Ελλάδα διαιρέθηκε σε δύο κράτη. Το ένα ήταν των Αθηνών με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο, το οποίο συμπεριλάμβανε τη παλαιά Ελλάδα. Το δεύτερο ήταν το κράτος της Θεσσαλονίκης που περιλάμβανε τις νέες κτήσεις και είχε ως αρχή την τριανδρία Βενιζέλου, Κουντουριώτη, Δαγκλή. Το αποτέλεσμα ήταν ο Εθνικός Διχασμός κατά τα έτη 1916-1917 που οδήγησε στην αναγκαστική αποχώρηση του Κωνσταντίνου τον Ιούνιο του 1917 και την ανάληψη της πρωθυπουργίας της ενιαίας πλέον Ελλάδος από τον Βενιζέλο με βασιλιά τον Αλέξανδρο, υιό του Κωνσταντίνου. Στη συνέχεια ο Βενιζέλος έβγαλε την Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ. 


Η πορεία του πολέμου δικαίωσε τις προσδοκίες του Βενιζέλου. Η ήττα και η παράδοση της Γερμανίας τον Νοέμβριο του 1918, αλλά ειδικότερα η παράδοση της Τουρκίας με την ανακωχή του Μούδρου τον Οκτώβριο του ίδιου έτους βρήκε την Ελλάδα στο στρατόπεδο των νικητών. Η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε σχεδόν διαλυθεί και η ευκαιρία που παρουσιαζόταν για την εκπλήρωση της «Μεγάλης Ιδέας» ήταν μοναδική. Τον Μάϊο του 1919, με τη σύμφωνη γνώμη της Αγγλίας και του Λόϋντ Τζωρτζ, η Ελλάδα αποβιβάζει εκστρατευτικό σώμα στην περιοχή της Σμύρνης, ενώ τα σύνορα στην Ανατολική Θράκη φθάνουν μέχρι την Τσατάλτζα, μερικά μόλις χιλιόμετρα μακρυά από την Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον, με τη συνθήκη του Νεϊγύ κατοχυρώνεται η Ανατολική Μακεδονία και η Δυτική Θράκη και απομακρύνεται η Βουλγαρία από την έξοδο στο Αιγαίο. Παράλληλα με το σύμφωνο Βενιζέλου-Τιτόνι, την ίδια εποχή, ρυθμίζονται οι ελληνοϊταλικές σχέσεις.


Από τη συνθήκη των Σεβρών (1919) στη Μικρασιατική Καταστροφή   (1922)


Τελικά, οι ελληνικές διεκδικήσεις επισφραγίζονται με τη συνθήκη των Σεβρών τον Ιούλιο του 1920. Επρόκειτο για την κορυφαία στιγμή της βενιζελικής πολιτικής. Η Ελλάδα φαντάζει ισχυρή και πλησιάζει την εκπλήρωση των ονείρων της. Αλλά, οι εκλογές του Νοεμβρίου τού 1920 επιφυλάσσουν μία δυσάρεστη[7] έκπληξη για τον Κρητικό πολιτικό. Η ήττα του κόμματός του, των Φιλελευθέρων, τον αναγκάζει να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να παρακολουθεί πλέον τις εξελίξεις από το Παρίσι όπου καταλύει.


Δυστυχώς, μία σειρά λανθασμένων χειρισμών των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων, που απεδείχθησαν κυριολεκτικά καταστροφικές για τη χώρα, έφεραν την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και συνακόλουθα τη Μικρασιατική καταστροφή. 


Συνοψίζοντας αυτές έχουμε: 


1. Τη μη τήρηση της υποσχέσεως, το λεγόμενο και «Οίκαδε»,  την επιστροφή δηλαδή στα Πάτρια για τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς. Αντ’ αυτού βλέπουμε τη συνέχιση του πολέμου στα βάθη της Μικράς Ασίας, που έφερε το στράτευμα στα όριά του.

2. Την επαναφορά με δημοψήφισμα του Κωνσταντίνου, ο οποίος ήταν αντιπαθής στους συμμάχους, ιδίως στους Γάλλους, στους οποίους έδωσε την αφορμή να απεμπλακούν από τη μικρασιατική εκστρατεία με το να σταματήσουν την υλικοτεχνική βοήθεια προς την Ελλάδα.

3. Την αποστράτευση ικανών αξιωματικών, μόνο και μόνο επειδή ήταν βενιζελικοί, που είχε επίδραση στο αξιόμαχο του στρατού.

4. Την άρνηση συμβιβαστικής λύσης τον Μάρτιο του 1921, όταν είχε ακόμη η Ελλάδα το πάνω χέρι.


Τα παραπάνω συνδυάστηκαν με:


1. Τη συμφωνία Γάλλων και Ιταλών με τον Κεμάλ που προέβλεπε την παραχώρηση της Κιλικίας και της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας.

2. Την συμφωνία Κεμαλικών και Μπολσεβίκων και τη συνακόλουθη υλικοτεχνική βοήθεια στα στρατεύματα του Κεμάλ από τους Σοβιετικούς.

3. Την απροθυμία των Άγγλων να συνδράμουν την Ελλάδα, αν και ήταν οι λιγότερο εχθρικοί.


            Η ήττα της Ελλάδος από την Τουρκία του Κεμάλ την οδήγησε στο να απολέσει το όποιο κύρος είχε αποκτήσει την περίοδο της διακυβερνήσεως του Βενιζέλου. Οι διαπραγματεύσεις στη Λωζάννη ήταν σκληρές, αλλά η παρουσία του Βενιζέλου απέτρεψε τα χειρότερα. Η υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης το 1923 όρισε τα ελληνικά σύνορα στο ύψος των σημερινών, εκτός των Δωδεκανήσων που παρέμειναν στους Ιταλούς. Το σημαντικό ήταν ότι κατοχύρωνε τη Δυτική Θράκη και τα νησιά του Αιγαίου στην Ελλάδα. Επιπρόσθετα, καθόριζε την ανταλλαγή πληθυσμών[8] με βάση το θρήσκευμα. Έκτοτε η Ελλάδα ομογενοποιήθηκε πληθυσμιακά.

Η Ελλάδα στον Μεσοπόλεμο
 
            Τα χρόνια που ακολουθούν μέχρι το 1935 χαρακτηρίζονται από τη διεθνή πτώση της θέσης της Ελλάδος και τη διεθνή απομόνωση. Είναι χαρακτηριστικά κάποια γεγονότα που προδίδουν την αδυναμία των τότε ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά και τη διεθνή ανυποληψία στην οποία περιέπεσε η χώρα:


1. Το 1923 η Ιταλία, με αφορμή τη δολοφονία του Ιταλού στρατηγού Τελλίνι σε ελληνικό έδαφος απαίτησε από την Ελλάδα αποζημίωση με ταπεινωτικούς όρους. Η ελληνική άρνηση είχε ως αποτέλεσμα τον βομβαρδισμό και την κατάληψη της Κέρκυρας τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Η νεοσύστατη τότε Κ.Τ.Ε (Κοινωνία Των Εθνών) στη Γενεύη δεν καταδίκασε την Ιταλία, καθόσον η Αγγλία επιθυμούσε να μη διαταράξει τις σχέσεις της με αυτή. Η αλήθεια ήταν ότι το ενδιαφέρον της για την περιοχή, μετά το 1922, είχε ατονήσει. Το ίδιο χαμηλό ήταν και το ενδιαφέρον της Γαλλίας.

2. Το 1924 το σύμφωνο Πολίτη-Καλφώφ επέφερε την αντίδραση της τότε Γιουγκοσλαβίας επειδή αναγνώριζε τους σλαβοφώνους της Μακεδονίας ως Βουλγάρους.

3. Το 1925 η Βουλγαρία αντιδρά από την αθέτηση των συμφωνηθέντων της συνθήκης Πολίτη-Καλφώφ, εκ μέρους της ελληνικής κυβερνήσεως. Αυτό, φυσικά, οφειλόταν, αφενός μεν στην προσπάθεια των ελλήνων κυβερνώντων να μην ερεθίσουν τη Γιουγκοσλαβία που είχε ενοχληθεί, αφετέρου δε στη συνειδητοποίηση του σφάλματος να αναγνωρίσουν με αυτόν τον τρόπο βουλγαρική μειονότητα στη Μακεδονία. Έτσι, με αφορμή κάποια συνοριακά επεισόδια ο τότε δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος διέταξε την εισβολή του Γ’ σώματος στρατού στο Πετρίτσι της Βουλγαρίας. Η εισβολή αυτή αποτέλεσε αντικείμενο καταδίκης της Ελλάδος από την Κ.Τ.Ε (η οποία έκανε τα στραβά μάτια στην αντίστοιχη κατάληψη της Κέρκυρας από τους Ιταλούς).


Γενικότερα, οι στάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και των γειτονικών χωρών, εκείνη την εποχή, είναι από ουδέτερες έως εχθρικές. Η Αγγλία δεν αναμιγνύεται, επιθυμεί καλές σχέσεις με την Ιταλία και επιζητεί να έχει μόνον οικονομικές σχέσεις με την Ελλάδα. Η Γαλλία, έχει και αυτή απομακρυνθεί και κινείται μάλλον εχθρικά. Η Ιταλία του Μουσολίνι κινείται επίσης εχθρικά, έχοντας ορίσει την Ανατολική Μεσόγειο ως σφαίρα επιρροής της. Η Βουλγαρία εποφθαλμιά την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη. Η Γιουγκοσλαβία την κεντρική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη, ενώ υπάρχουν διαφορές με την Αλβανία που έχουν σχέση με τη Βόρειο Ήπειρο. 


            Η διακυβέρνηση, τώρα, του Βενιζέλου την τετραετία 1928-1932 έχει ως βασικά χαρακτηριστικά την προσπάθειά του να προσεγγίσει την Ιταλία και να αναθερμάνει το ενδιαφέρον της Αγγλίας. Ταυτόχρονα, επιθυμούσε να αποκαταστήσει τις σχέσεις με την Τουρκία. Για τον λόγο αυτό επισκέφθηκε την Άγκυρα το 1930 και υπέγραψε σύμφωνο με τον Κεμάλ.


            Στο Βαλκανικό μέτωπο, μετά τον Βενιζέλο, είχαμε το  Βαλκανικό Σύμφωνο που υπεγράφη από Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Τουρκία και Ρουμανία στην Ακαδημία Αθηνών τον Φεβρουάριο του 1934. Το εν λόγω σύμφωνο αποτέλεσε το αποκορύφωμα από μία σειρά συμφώνων, που χαρακτήρισε την βαλκανική κατά την εποχή του μεσοπολέμου. Πρωθυπουργός ήταν τότε ο Παναγής Τσαλδάρης με υπουργό εξωτερικών τον Δημήτριο Μάξιμο. Να επισημάνουμε ότι η Βουλγαρία και η Αλβανία δεν μετείχαν σε αυτούς τους διακανονισμούς. Το σύμφωνο αποτελούσε περισσότερο επιτυχία της εξωτερικής πολιτικής της Ρουμανίας, η οποία είχε και εξακολουθεί να έχει σοβαρό πρόβλημα με την σημαντική ουγγρική μειονότητα στο έδαφός της. Με τον τρόπο αυτό ήθελε να εξασφαλίσει την εγγύηση των υπολοίπων βαλκανικών κρατών σε περίπτωση επιθέσεως της Ουγγαρίας εναντίον της. Να σημειώσουμε δε ότι το σύμφωνο κατακρίθηκε από την ελληνική αντιπολίτευση, τόσο από τον Βενιζέλο, όσο και από τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος δύο χρόνια αργότερα εγκαθίδρυσε την 4η Αυγούστου.


Όταν ο Ιωάννης Μεταξάς ανέλαβε τη μεταβατική διακυβέρνηση της χώρας τον Μάϊο και μέχρι να εγκαθιδρύσει το καθεστώς του τον Αύγουστο του 1936, η ελληνική εξωτερική πολιτική είχε διαμορφωθεί έχοντας αρκετά σαφείς προσανατολισμούς, αλλά και πολλές εγγενείς αδυναμίες. Πρέπει δε να τονισθεί ότι υπεράνω όλων και μάλιστα χωρίς συμβάσεις, πρωτόκολλα και συμφωνίες, η Ελλάδα του Μεταξά στόχευε στην στήριξη της Αγγλίας, ακολουθώντας τις θεμελιώδεις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής της στην περιοχή μας. Είναι γνωστό ότι ο Μεταξάς, αρχικά, δηλαδή κατά τον Α’ παγκόσμιο, είχε αντιδράσει σφοδρά σε αυτές τις επιλογές, αλλά η έκβαση του πολέμου, και η καταλυτική συλλογιστική ότι το αγγλικό ναυτικό ήλεγχε την Μεσόγειο, καθώς και άλλοι παράγοντες, όπως η παρουσία του Γεωργίου του Β’ στον ελληνικό βασιλικό θρόνο και συνακόλουθα στην πολιτική ζωή, οδήγησαν τον Μεταξά σε μεταβολή στάσεως όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας. 


            Στα πρόθυρα λοιπόν του Β’ παγκοσμίου η ελληνική εξωτερική πολιτική λειτούργησε με τα χαρακτηριστικά ενός υποσυστήματος. Προσπαθούσε να εξασφαλίσει εγγυήσεις από την αγγλική κυβέρνηση για την περίπτωση που θα δεχόταν επίθεση από τρίτο, μη βαλκανικό κράτος. Την εποχή εκείνη η μόνη απειλή επιθέσεως προερχόταν από την Βουλγαρία, την οποία όμως η Ελλάδα μπορούσε να ελέγξει. Συγχρόνως, ο Μεταξάς, αφενός μεν επιχειρούσε ανοίγματα προς την Γερμανία, τόσο στον οικονομικό όσο και σε άλλους τομείς για να εξασφαλίσει την ευμένειά της, αφετέρου δε προσπαθούσε να διατηρήσει την Ιταλία στο επίπεδο των φιλικών σχέσεων του 1928. Όπως είχε υποδείξει ο Βενιζέλος κατά την διαμάχη για το Βαλκανικό Σύμφωνο, ο Μεταξάς έκανε δήλωση τον Μάϊο του 1936 ότι η Ελλάδα δεν θα επενέβαινε σε περίπτωση πολέμου μεταξύ τρίτου κράτους και ενός εκ των άλλων συμβαλλομένων στο Βαλκανικό Σύμφωνο.


Β’ Παγκόσμιος, Δεκεμβριανά, Εμφύλιος


            Όταν ξέσπασε ο Β’ παγκόσμιος η Ελλάδα βρέθηκε για άλλη μία φορά δίπλα στην Αγγλία και απέναντι στη Γερμανία. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος που ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1940 και η γερμανική παρέμβαση τον Απρίλιο του 1941 έφερε τη χώρα κάτω υπό την κατοχή των δυνάμεων του άξονος. Η τύχη της, τελικά, αποφασίσθηκε σύμφωνα με τον καθορισμό των σφαιρών επιρροής μεταξύ των μεγάλων. Η αρχή έγινε στη διάσκεψη την Τεχεράνης το 1943, μετά με το περιβόητο σύμφωνο Τσώρτσιλ-Στάλιν τον Οκτώβριο του 1944, την περίφημη «Συμφωνία των ποσοστών»[9], ενώ επισφραγίστηκε κατά τη συνδιάσκεψη τη Γιάλτας το 1945, στην οποία οι νικητές Σύμμαχοι προσδιόρισαν τη θέση της Ελλάδος στο Δυτικό στρατόπεδο.


Όμως, μετά την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944, η αγγλική εμμονή για την κατάπνιξη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, οδήγησε στα γνωστά «Δεκεμβριανά» του ιδίου έτους και στην ήττα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η ήττα των δυνάμεων του ΕΑΜ έφερε τη συμφωνία της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945, στην οποία, μεταξύ άλλων, οριζόταν ρητώς ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ.


            Τη Βάρκιζα ακολούθησε μία περίοδος, κατά την οποία έδρασαν διάφορες παραστρατιωτικές οργανώσεις στην ύπαιθρο και στις πόλεις, η προκήρυξη των εκλογών του Μαρτίου του 1946 όπου το ΚΚΕ απείχε –παρά τις εκτιμήσεις για πολύ υψηλό ποσοστό- και η επαναφορά του αγγλόφιλου βασιλιά Γεωργίου του Β’ με δημοψήφισμα. 


            Γενικότερα, η ένταξη της χώρας στο στρατόπεδο της Δύσης και η πλήρης εναρμόνιση και ευθυγράμμισή της σύμφωνα με τις επιταγές, αρχικά των Άγγλων, και αργότερα των Αμερικάνων (από το 1947) στα πλαίσια της ψυχροπολεμικής λογικής, σε συνδυασμό με την απόφαση των δυτικών να εξαλείψουν την κομμουνιστική απειλή στις χώρες που ανήκαν στη σφαίρα επιρροής τους (προσωπικό ενδιαφέρον Τσώρτσιλ, δόγμα Τρούμαν για προστασία των αστικών δημοκρατιών), έσπρωξαν την Ελλάδα στον εμφύλιο αλληλοσπαραγμό. Να σημειώσουμε, όμως, ότι δεν ήταν άμοιρη ευθυνών και η άλλη πλευρά –για την ακρίβεια η ηγεσία της- καθόσον ενώ γνώριζε τη συμφωνία Ε.Σ.Σ.Δ και Αγγλίας ή αλλιώς Στάλιν – Τσώρτσιλ για την υπαγωγή της χώρας στον δυτικό κόσμο εντούτοις έπεσε στην παγίδα της διεξαγωγής ενός καταδικασμένου εξ αρχής εμφυλίου.

Οι δεκαετίες 1950 & 1960


            Οι δεκαετίες του 1950 και 1960 που ακολούθησαν τη λήξη του εμφυλίου έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό την προσπάθεια της χώρας να συμμετάσχει στις εργασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης και να αποτελέσει αναπόσπαστο μέλος της Ενωμένης Ευρώπης. Η πικρή πείρα του πολέμου έπεισε και τους πλέον δύσπιστους Ευρωπαίους ότι το μέλλον της Ευρώπης περνούσε μόνον μέσα από την αγαστή συνεργασία των ευρωπαϊκών κρατών. Η αλληλεγγύη και η συνεργασία των ευρωπαϊκών λαών ήταν ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη και την ευδαιμονία τους. Έτσι η πρώτη κίνηση ήταν η ίδρυση της ΕΚΑΧ (Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα Χάλυβα) το 1952. Ακολούθησε το 1957 με τη συνθήκη της Ρώμης η ίδρυση της τότε Ε.Ο.Κ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα).


            Η πρώτη απόπειρα αποκατάστασης της διεθνούς εικόνας της Ελλάδος, υπό τύπου διμερών σχέσεων, έλαβε χώρα από την κυβέρνηση του Παπάγου την περίοδο 1952-1955, που επιχείρησε να προσεγγίσει την τότε Δυτική Γερμανία. Την ίδια πολιτική συνέχισε και επεξέτεινε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος επεδίωκε την πλήρη ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Επειδή, όμως, το ελληνικό κράτος δεν είχε ακόμη επουλώσει πλήρως τις πληγές του δεν μπόρεσε να ενταχθεί ως πλήρες μέλος. Αυτό που πέτυχε τελικά ο Καραμανλής ήταν η υπογραφή της συνθήκης σύνδεσης το 1961.


            Τώρα, η δεκαετία του 1960 κύλησε με εντυπωσιακούς αριθμούς ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία, αλλά το καθεστώς των συνταγματαρχών από το 1967 έως το 1974 αποτέλεσε παράγοντα ανάσχεσης της ελληνικής ευρωπαϊκής προοπτικής. Οι συνθήκες πάγωσαν και μόνον από το 1975 και μετά, με πρωτοβουλίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον για την ένταξη στην Ε.Ο.Κ. Αυτό είχε ως συνέπεια την υπογραφή της συνθήκης ένταξης της Ελλάδος ως πλήρους μέλους τον Μάϊο του 1979. Ο στόχος είχε επιτευχθεί και η Ελλάδα το 1981 γίνεται το δέκατο μέλος της τότε Ε.Ο.Κ, κατόπιν επιμόνων και επίπονων προσπαθειών από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Από τη μεταπολίτευση (1974) έως την ένταξη στο Ευρώ το 2000


            Η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας δεν ενθουσίαζε την εποχή εκείνη τόσο το ΚΚΕ (το οποίο εξ ιδεολογίας είναι αντίθετο) όσο και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, αν και το τελευταίο τηρούσε μία κάπως πιο διαλλακτική στάση. Το ΠΑΣΟΚ, μάλιστα, αύξανε σταδιακά την επιρροή του και έφθασε σε σύντομο χρονικό διάστημα από το 13% των εκλογών του 1974, στο 25% το 1977 που το κατέστησε Αξιωματική αντιπολίτευση και στο 48% του 1981 που το έφερε στην κυβέρνηση. Ποσοστό που σε αρκετό βαθμό οφείλεται στην αντιευρωπαϊκή ρητορική του Παπανδρέου (π.χ συνθήματα όπως: «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο»).


            Όταν ανέλαβε, όμως, τα ηνία της χώρας το ΠΑΣΟΚ δεν οδήγησε την Ελλάδα εκτός της τότε ΕΟΚ, εντάσσοντάς την σε καθεστώς χαλαρής σύνδεσης όπως διακήρυττε, αλλά έθεσε την πλήρη ένταξη της χώρας υπό νέα διαπραγμάτευση με το «Μνημόνιο» του 1982.


            Η δεκαετία του 1980 κυλούσε με τον ευρωσκεπτικισμό της κυβερνήσεως του ΠΑΣΟΚ, ώσπου το 1986 ο Ανδρέας Παπανδρέου αποφάσισε να υπογράψει την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, η οποία αυτόματα τον κατέστησε θιασώτη, και μάλιστα ένθερμο, της ενιαίας ευρωπαϊκής προοπτικής. Εξασφαλιζόταν έτσι μία διευρυμένη πολιτική συναίνεση που συμπαρέσυρε αργότερα και την κοινή γνώμη υπέρ του Ευρωπαϊκού οράματος.


            Η αυγή της δεκαετίας του 1990 βρήκε την Ελλάδα υπό τη διακυβέρνηση της Ν.Δ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος επίσης υποστήριζε την ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδος. Η κυβέρνησή του συνυπέγραψε τη συνθήκη του Μάαστριχτ το 1991 που δημιούργησε την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ο.Ν.Ε. Τόσο η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όσο και η μετέπειτα κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου από το 1993, αλλά κυρίως η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Σημίτη από το 1996, κατέβαλλαν μεγάλες προσπάθειες ώστε αφενός μεν να ξεπεράσουν την οικονομική κρίση[10], αφετέρου δε να εντάξουν την Ελλάδα στη ζώνη του Ευρώ, του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.


            Η συμμετοχή στο Ευρώ ήταν η μετουσίωση του ευρωπαϊκού ονείρου για την Ελλάδα που ξεκίνησε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή από τη δεκαετία του 1960. Να σημειώσουμε, μάλιστα, ότι εξίσου με τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα που υποστήριζαν την ένταξη στο Ευρώ, οι ίδιοι οι πολίτες, στο μεγαλύτερο ποσοστό, ήταν θετικοί σε αυτή την προοπτική.


            Συνοψίζοντας, σε γενικές γραμμές, αυτή είναι η θέση της χώρας στο διεθνές γίγνεσθαι του 20ου αιώνα. Εάν θα επιχειρούσαμε να την παραστήσουμε γραφικά θα λέγαμε ότι διήνυσε μία σειρά από καμπύλες, αρχής γενομένης από την ανυποληψία στις αρχές του αιώνα, στη κορύφωση της ισχύος της το 1920, την ακόλουθη πτώση του κύρους της κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, την γεωπολιτική άνοδό της κατά τον Β’ παγκόσμιο, την ηθική κατάπτωση του εμφυλίου και την ανοδική πορεία που ακολούθησε μετεμφυλιακά με κορύφωση τη συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Μοναδική παρένθεση και μελανό σημείο υπήρξε η επταετία 1967-1974, κατά την οποία οι συνταγματάρχες επωφελήθησαν από τη σπαρασσόμενη δημοκρατία ώστε να επιβάλλουν ένα αυταρχικό καθεστώς.


Οι μεταναστεύσεις των Ελλήνων κατά τον 20ο αιώνα


            Επειδή, όμως, η παρούσα εργασία θα ήτο ελλιπής θα αναφερθούμε επιγραμματικά στο ζήτημα της μεταναστεύσεως που αντιμετώπισε η χώρα τον 20ο αιώνα.


             Η μαζική μετανάστευση των Ελλήνων κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου, κυρίως σε υπερπόντιες χώρες επέφερε μία σειρά συνεπειών για το εθνικό κέντρο: 

  • Πρώτον υπήρξε μία σημαντική πληθυσμιακή αιμορραγία περίπου 400.000 ανθρώπων (ποσοτικό στοιχείο) των παραγωγικών ηλικιών (ποιοτικό στοιχείο) τις οποίες στερήθηκε η χώρα σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο (χρεωκοπία 1893, ελληνοτουρκικός πόλεμος 1897, Μακεδονικό 1904-1908, Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913, Α’ Παγκόσμιος 1914-1918, Μικρασιατική εκστρατεία 1919-1922).
  • Η μεταναστευτική διόγκωση επέφερε δημογραφική στασιμότητα στην αύξηση του ελληνικού πληθυσμού.
  • Επιβραδύνθηκε η οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
  • Στερήθηκε η Ελλάδα ανθρώπινα μυαλά και φρέσκιες ιδέες που θα βοηθούσαν στη συνολική της ανάκαμψη και τον εκσυγχρονισμό (σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό, εκπαιδευτικό και ιδεολογικό πλαίσιο) από το τέλμα και τη συντήρηση των παλαιοτέρων.
  • Τουναντίον, ο μερικός επαναπατρισμός αυτών των μεταναστών, σε προχωρημένη ηλικία, αποτέλεσε τροχοπέδη στην ανάπτυξη και τη διεθνή βελτίωση της εικόνας της χώρας, εξαιτίας των πεπαλαιωμένων κοινωνικοπολιτικών αντιλήψεων που εξέφραζαν, απότοκο της απομονώσεώς τους στο εξωτερικό. 
  
            Η μετανάστευση, όμως, συνεχίστηκε και μεταπολεμικά με κύριες χώρες υποδοχής τη Δυτική Ευρώπη και ειδικά τη Γερμανία, τον Καναδά, την Αυστραλία, τις Η.Π.Α. Αντιθέτως, οι ανεξαρτητοποιήσεις των πρώην αποικιών, όπως η Αίγυπτος, η Αιθιοπία και η Νότιος Αφρική έδιωξαν σημαντικό μέρος των Ελλήνων μεταναστών, καθότι τους ταύτιζαν με τους Λευκούς αποικιοκράτες. Τέλος, τις τελευταίες δεκαετίες από το 1970 και μετά έχει αντιστραφεί το μεταναστευτικό ρεύμα και είναι αρκετοί οι οποίοι έχουν επιστρέψει στην Ελλάδα.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.     Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, Ιστορία της Ελλάδος. Από τη γένεση του Νέου Ελληνισμού (1204) στη    σύγχρονη Ελλάδα (2000), Εκδόσεις Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2005
2.      Ιωάννης Κολιόπουλος, Ιστορία της Ελλάδος. Η διαμόρφωση και η άσκηση της εθνικής πολιτικής, Τόμος   Β’, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2002
3.      Σόλων Γρηγοριάδης, Οι Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913, Εκδόσεις Φυτράκη, Ειδική έκδοση για την  εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα 2011
4.       Αλέξανδρος Κοτζιάς, Ο Εθνικός Διχασμός, Εκδόσεις Φυτράκη, Ειδική έκδοση για την εφημερίδα  ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα 2011
5.      Γεώργιος Κωστής, Θρίαμβος – Προδοσία – Καταστροφή. Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε        θαλασσών, Τόμος Α’, Εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα 2006


[1] Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, Ιστορία της Ελλάδος. Από τη γένεση του Νέου Ελληνισμού (1204) στη σύγχρονη Ελλάδα (2000), Εκδόσεις Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2005, σελ.327.
[2] Ιωάννης Κολιόπουλος, Ιστορία της Ελλάδος. Η διαμόρφωση και η άσκηση της εθνικής πολιτικής, Τόμος Β’, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2002, σελ.61.
[3] Σόλων Γρηγοριάδης, Οι Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913, Εκδόσεις Φυτράκη, Ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα 2011, σελ.175.
[4] Γεώργιος Κωστής, Θρίαμβος – Προδοσία – Καταστροφή. Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, Τόμος Α’, Εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα 2006, σελ.34.
[5] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Ο Εθνικός Διχασμός, Εκδόσεις Φυτράκη, Ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα 2011, σελ.57.
[6] Γεώργιος Κωστής, ό.π: 60.
[7] Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, ό.π: 419.
[8] Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, ό.π: 429.
[9] Ιωάννης Κολιόπουλος, ό.π: 341.
[10] Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, ό.π: 494.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο ρόλος του δημοσιογράφου-επαγγελματία και του δημοσιογράφου-πολίτη στη σύγχρονη δημοσιογραφία

Η διαδικασία της επικοινωνίας στην ταινία μικρού μήκους της Νάνσυ Σπετσιώτη: «Τζαφάρ»

Συνέντευξη Ιφικράτη Αμυρά