Αξιολόγηση του αποτελέσματος της 1ης τηλεοπτικής αναμέτρησης μεταξύ Ομπάμα και Ρόμνεϊ




 Ι. Εισαγωγή 

            Η πρώτη τηλεοπτική αναμέτρηση μεταξύ των δύο υποψηφίων για την προεδρία των Η.Π.Α είναι ήδη παρελθόν. Επομένως, έχουμε μία πρώτη εικόνα αντιπαράθεσης  ώστε να αξιολογήσουμε τις επιδόσεις τους και την αντανάκλαση αυτών στην αμερικανική κοινή γνώμη. Αν και εκ πρώτης όψεως φαινόταν μία αμφίρροπη τηλεμαχία, με το προβάδισμα να το έχει ο Ομπάμα, εντούτοις υπάρχει διάχυτη η αίσθηση πως ο κερδισμένος της βραδιάς ήταν ο Ρόμνεϊ. Ο ρεπουμπλικάνος υποψήφιος παρουσιάστηκε εξαιρετικά άνετος, κερδίζοντας τις εντυπώσεις και ανατρέποντας τα προγνωστικά. Εκμεταλλεύθηκε την τηλεόραση για να επικοινωνήσει πολιτικά περνώντας τη δική του αύρα στο κοινό, προώθησε τις θέσεις του χρησιμοποιώντας ρητορική μαεστρία, ενώ συνολικά έγραψε καλύτερα στον τηλεοπτικό φακό. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.

II. Ο ρόλος του Μέσου στην πολιτική επικοινωνία

            Στις αστικές δημοκρατίες –ειδικά στις Η.Π.Α- η τηλεόραση, ως μέσο, παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των συνειδήσεων. Οι τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις των υποψηφίων για τον προεδρικό θώκο στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν θεσμό εδώ και δεκαετίες. Από το 1960 που έλαβε χώρα το πρώτο ντιμπέϊτ μεταξύ Κένεντυ και Νίξον έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Αρχικά η ίδια η τηλεόραση, ως ένα πρωτοεμφανιζόμενο επικοινωνιακό μηχανικό μέσο (Fiske, 1992: 27), αποτελούσε το μήνυμα, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο McLuhan (Παπαθανασόπουλος, 2011: 17). Στη συνέχεια, όμως, οι όροι αντιστράφηκαν. Η τηλεοπτική εικόνα έγινε οικεία, το μέσο εγκολπώθηκε στη συνείδηση του τηλεθεατή, οπότε ήταν καιρός να πέσει το βάρος στο μήνυμα, το οποίο αποτελεί, πλέον, το μέσον στην εποχή μας, σύμφωνα με τον Castells (Παπαθανασόπουλος, 2011: 17).

            Από τότε, η πολιτική επικοινωνία στις Η.Π.Α εξελίχθηκε, δημιουργώντας τις απαραίτητες επικοινωνιακές πρακτικές, με σκοπό να περάσει τις ιδεολογικές θέσεις των δύο κομμάτων (Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών). Άλλωστε, τα ντιμπέϊτ μεταξύ των προεδρικών υποψηφίων, σε συνδυασμό με την χρήση της πολιτικής διαφήμισης, αποτελούν τα βασικά εργαλεία της προεκλογικής εκστρατείας. Οι πολιτικές τηλεμαχίες προσφέρουν στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα απευθείας επικοινωνίας με το κοινό, μετατρέποντας τις, με τη συνολική τους παρουσία, σε ένα ξεχωριστό κανάλι άμεσης επικοινωνίας ώστε να περνά τα κατάλληλα ερεθίσματα στους τηλεθεατές. 

Όπως φάνηκε από το ντιμπέϊτ, ο Ρόμνεϊ κατάφερε να αναδείξει τα επιχειρήματά του καλλίτερα από τον Ομπάμα «γράφοντας» περισσότερο στον τηλεοπτικό φακό, αποδεικνύοντας μία πρωτόγνωρη οικειότητα, ενώ έδειξε, ταυτόχρονα, εξαιρετική άνεση. Συνδύασε πετυχημένα τις εκφράσεις του προσώπου, το λίκνισμα του κεφαλιού και τις κινήσεις των χεριών, έχοντας ως άμεσο στόχο να δείξει πραγματικός. Επιπλέον, προέβη σε σειρά ερωτήσεων προς τον Ομπάμα δείχνοντας επιθετικότητα, και αυτοπεποίθηση. Διέθετε σιγουριά, ενώ οι περισσότερες απαντήσεις του ήταν εντός του προκαθορισμένου χρόνου των δύο λεπτών. Στον αντίποδα, ο αμερικανός πρόεδρος ακολούθησε ένα ουδέτερο στήσιμο με λιγότερες κινήσεις –κυρίως των χεριών- και αυτές με σκοπό να προσδώσει μία περισσότερο ακαδημαϊκού τύπου έμφαση στα λεγόμενά του. Τη σχεδόν απαθή έκφρασή του άλλαζε, ενίοτε, κάποιο μειλίχιο χαμόγελο μπροστά στις κατηγορίες του αντιπάλου του. Συνολικά εμφανίστηκε υποτονικός, τηρώντας αμυντική στάση, προσπαθώντας να εξηγήσει την πολιτική του εν είδει πανεπιστημιακής διαλέξεως, τη στιγμή που τις περισσότερες φορές παραβίασε το χρονικό όριο που του αναλογούσε.

Ο συντονιστής, από την πλευρά του, προσπάθησε, και εν πολλοίς κατάφερε να τηρήσει τις ισορροπίες. Η βασική θεματική του ντιμπέϊτ ήταν η εσωτερική πολιτική διαιρεμένη σε έξι ενότητες των δεκαπέντε λεπτών η καθεμιά, δίνοντας χρονικό όριο απαντήσεως στον κάθε υποψήφιο τα 2 λεπτά. Οι ενότητες της οικονομίας και του περιβόητου Obamacare (το σύστημα υγείας του Ομπάμα) μονοπώλησαν τη συζήτηση με ευθύνη του Ρόμνεϊ, ο οποίος κατηύθυνε εντέχνως τη συζήτηση προς τα εκεί επειδή θεώρησε ότι αποτελούν προνομιακά πεδία της πολιτικής του κριτικής. Αν και αυστηρός ο Jim Lehrer επέτρεψε, με αριστοτεχνικό πράγματι τρόπο, τις υπερβάσεις στη διαδικασία των απαντήσεων αναφορικά με ορισμένες θεματικές ενότητες σε βάρος των άλλων ενώ προέτρεψε τους δύο υποψηφίους να υποβάλλουν ερωτήσεις εκατέρωθεν, επιλογή την οποία εκμεταλλεύθηκε περισσότερο ο Ρόμνεϊ. Τέλος, η παρουσίαση της τηλεμαχίας ήταν, σχεδόν, άψογη. Οι δύο βατήρες ήταν τοποθετημένοι διαγωνίως, έχοντας πρόσοψη ο ένας στον άλλον, με προφανή σκοπό να προτρέψουν σε διάλογο τους υποψηφίους, πρακτική που είναι θεμιτή στοχεύοντας σε έναν ζωντανό διάλογο αντιπαραθέσεων. Τα πλάνα του σκηνοθέτη, επίσης, εστίαζαν πότε από κοντά πότε από μακριά ώστε να αποτυπώσουν κάθε κίνηση, κάθε μορφασμό. Έτσι η ιδιότητα του μέσου μεταβιβάστηκε τόσο στο ντιμπέϊτ, όσο και στη συνολική εικόνα αυτού. 

III. Οι πολιτικές θέσεις των δύο υποψηφίων

            Ερχόμαστε, τώρα, στην ουσία της αντιπαράθεσης, που δεν είναι άλλη από τις πολιτικές τοποθετήσεις των υποψηφίων προέδρων. Κατέστη σαφές ότι αμφότεροι έριξαν το βάρος τους στον προσεταιρισμό της μεσαίας τάξης, που έχει πληγεί σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική κρίση και την παρατεταμένη ύφεση και η οποία αποτελεί τη μεγάλη δεξαμενή των αναποφάσιστων ψηφοφόρων` δηλαδή εκείνων που καθορίζουν το εκλογικό αποτέλεσμα. 

Οι προτάσεις του Ομπάμα για την οικονομική ανάκαμψη και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών αφορούσαν την ενίσχυση της Παιδείας (την οποία θεωρεί απαραίτητη επένδυση για τη συνέχιση της τεχνολογικής πρωτοκαθεδρίας των Η.Π.Α), την ανάπτυξη των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας (πράσινη ενέργεια), τη φορολογική ελάφρυνση των μεσαίων κοινωνικά στρωμάτων με στόχο αφενός μεν την τόνωση της κατανάλωσης αφετέρου δε τη μείωση της ανεργίας, τον έλεγχο των τραπεζών, την προληπτική ιατρική και την επέκταση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε όλους τους πολίτες χτυπώντας, παράλληλα, την ασυδοσία των ασφαλιστικών εταιρειών (πρόκειται για το περίφημο σύστημα υγείας που οι πολιτικοί του αντίπαλοι ονόμασαν Obamacare). Είναι φανερό ότι το πρόγραμμά του ακολουθεί ένα νεοκεϋνσιανικό μοντέλο ανάπτυξης, με έμφαση στην επέκταση του κράτους πρόνοιας και στον κεντρικό σχεδιασμό της Ομοσπονδιακής διοίκησης κατά τα πρότυπα της κυβέρνησης Κλίντον, όπως, εξάλλου, ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος ισχυρίστηκε.

            Ο Ρόμνεϊ, από την πλευρά του, παρουσίασε ένα κυβερνητικό σχέδιο πέντε σημείων για την έξοδο από την κρίση. Η αναφορά του, εν ολίγοις, επικεντρώθηκε στην ενεργειακή αυτάρκεια, στο άνοιγμα του εμπορίου, στα αυξημένα προσόντα των εργαζομένων, στον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και στην ενίσχυση των μικρών επιχειρήσεων. Επιπρόσθετα, υποσχέθηκε να μειώσει τους φόρους στη μεσαία τάξη, να κρατήσει την ίδια φορολογία στους οικονομικά εύπορους, να μειώσει τα φορολογικά βάρη για τις επιχειρήσεις (εταιρικοί φόροι) επιδιώκοντας, ως αντιστάθμισμα, τη μείωση των διαφόρων φοροαπαλλαγών, των εκπτώσεων και των περιττών κρατικών δαπανών. Τέλος, δήλωσε ότι σκοπεύει να διατηρήσει το υπάρχον σύστημα υγείας μεταφέροντάς το, όμως, στην ευθύνη των πολιτειών, όπως σχεδιάζει να μεταφέρει και την εκπαίδευση. Γενικά ακολουθεί τακτική αποκέντρωσης με τη μεταφορά αρμοδιοτήτων στην περιφέρεια, ενώ υιοθετεί τις νεοφιλελεύθερες πρακτικές της Σχολής του Σικάγο (μείωση δαπανών ακόμη και με απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί) των λεγόμενων και μονεταριστών (Αρβανιτόπουλος, 2012: 79), γεγονός που δεν αποτελεί έκπληξη, διότι βασική ιδεολογική αρχή των ρεπουμπλικάνων (και των νεοφιλελευθέρων) αποτελεί η αυτορρύθμιση της αγοράς και ο περιορισμός του κράτους. 

IV. Ρητορική δεινότητα υποψηφίων και συνολική παρουσία τους

            Στην προσπάθεια τους να υποστηρίξουν τις θέσεις τους οι δύο πολιτικοί αντίπαλοι κατέφυγαν στη χρησιμοποίηση διαφόρων ρητορικών τεχνασμάτων και λογικών πλανών. Πρωταγωνιστής και εδώ ο Ρόμνεϊ, ο οποίος παρουσιάστηκε διαβασμένος διορθώνοντας σε κάποια σημεία τον Ομπάμα. Από την αρχή κατέστησε εμφανές, προκειμένου να κερδίσει τα εκατομμύρια των τηλεθεατών, πως βασικός του στόχος αποτελούσε η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Είναι αξιοσημείωτο πως επαναλαμβάνει σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του ντιμπέϊτ τη λέξη δουλειές (jobs) συνδυάζοντάς τη κάθε φορά με διαφορετικά ρήματα με σκοπό να δείξει με σαφήνεια στο κοινό πως η καταπολέμηση της ανεργίας αποτελεί την πρώτη του προτεραιότητα στην εσωτερική του πολιτική. Ακόμη και όταν απευθύνεται επικριτικά στην πολιτική του προέδρου χρησιμοποιεί την ίδια λέξη με αρνητικό περιεχόμενο, προκειμένου να περάσει το μήνυμα. Θεωρεί ότι ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας είναι η δραστική μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων. Επιπλέον, για να αποδομήσει την επιχειρηματολογία του αντιπάλου του σχετικά με το σύστημα υγείας, παραθέτει αριθμητικά στοιχεία (716 δις $) για να δημιουργήσει εντυπώσεις, ενώ δεν διστάζει να κατηγορήσει εμμέσως τον πρόεδρο πως χρηματίζεται από τους «πράσινους» επιχειρηματίες για τα 90 δις στην πράσινη ενέργεια. Τέλος, είναι πολιτικά ανακόλουθος όταν υπόσχεται να διατηρήσει τη βαριά φορολογία στους πλούσιους, τη στιγμή που πάγια θέση των ρεπουμπλικάνων αποτελεί η ριζική αποκλιμάκωση της φορολογίας τους. Ο Ρόμνεϊ γενικά επενδύει στο συναίσθημα και την αμεσότητα χρησιμοποιώντας ζωντανά παραδείγματα (can you help us?) διαβεβαιώνοντας πως: «ναι μπορούμε» (yes we can help), δραττόμενος έτσι της ευκαιρίας να χτίσει τα επιχειρήματά του πάνω στη συγκυριακή συναισθηματική φόρτιση ευαγγελικού τύπου που δημιούργησε.

            Ο Ομπάμα, από την άλλη, παρουσίασε ένα καθηγητικό ύφος, παντελώς αταίριαστο για προεκλογική αντιπαράθεση. Αναλώθηκε σε εξηγήσεις σεμιναριακού περιεχομένου, έχοντας ουδέτερη έκφραση και χρησιμοποιώντας τις κινήσεις των χεριών όπως ένας δάσκαλος. Συνολικά έδειξε νωθρός, επικαλούμενος τη λογική των αριθμών ενώ αδιαφόρησε για το συναίσθημα. Σε κάποια σημεία εμφάνισε τάσεις αφύπνισης αλλά είτε απευθυνόταν στον Ρόμνεϊ είτε στο κοινό, ήταν φανερό πως δεν διέθετε σφρίγος και ζωτικότητα. Επιπρόσθετα, κατέφυγε στη γνωστή ρητορική των δημοκρατικών πως ο αντίπαλός του υποστηρίζει το μεγάλο κεφάλαιο και ότι η αντίθεση του στο σύστημα υγείας που προωθεί έχει να κάνει με τα συμφέροντα των ασφαλιστικών εταιρειών. Όμως, άφησε αναπάντητες τις υπόνοιες του αντιπάλου του για τη σχέση του με το λόμπι της πράσινης ενέργειας. Επίσης, επέμεινε, σε όλη τη διάρκεια της τηλεμαχίας, στην παρουσίαση συγκεκριμένων αριθμητικών δεδομένων (5 τρις συν 2 τρις για τον στρατό) που προέκυπταν από την πολιτική του αντιπάλου του, καταγγέλλοντας ότι διογκώνουν το έλλειμμα και προσθέτοντας πως αυτό θα οδηγούσε, αναπόφευκτα, σε φορολόγηση των μεσαίων εισοδημάτων. Γενικά οι θέσεις του ήταν πολιτικά συνεπείς αλλά άχρωμες. Η μοναδική φορά που προσπάθησε να ξυπνήσει το συναίσθημα ήταν η αναφορά του στον Αβραάμ Λίνκολν, προκαλώντας την ανταπάντηση του Ρόμνεϊ, ο οποίος επικαλέστηκε το πατριωτικό αίσθημα με τις αναφορές του στη διακήρυξη της αμερικανικής ανεξαρτησίας, η οποία, παρεμπιπτόντως, κοσμούσε το φόντο πίσω τους.

V. Συμπεράσματα

            Ο Ρόμνεϊ, όπως κατεδείχθει, εμφανίστηκε αποφασιστικός, καταφέρνοντας να περάσει τις θέσεις του, δείχνοντας σιγουριά και αυτοπεποίθηση, χρησιμοποιώντας επιδέξια τα επικοινωνιακά εργαλεία τόσο του λόγου όσο και της γλώσσας του σώματος για να αναδείξει την υποψηφιότητά του. Φρόντισε, μάλιστα, να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι είχε τον τελευταίο λόγο και έκλεισε δίνοντας έμφαση στην αμερικανική στρατιωτική ισχύ. Ο Ομπάμα φάνηκε ότι υποτίμησε τον αντίπαλό του σε αυτό το πρώτο ντιμπέϊτ, έχασε τις εντυπώσεις και περιορίστηκε σε παθητικό ρόλο. Είναι φανερό ότι το ακαδημαϊκό ύφος δεν ταιριάζει στις πολιτικές αναμετρήσεις.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. John Fiske, (1992), Εισαγωγή στην επικοινωνία, Μετάφραση: Βέρα Μεσσήνη – Ελένη Λούντζη, Αθήνα: Αιγόκερος.
  2. Στέλιος Παπαθανασόπουλος, (2011), Τα μέσα επικοινωνίας στον 21ο αιώνα, Συλλογικό, Αθήνα: Καστανιώτη.
  3. Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, (2012), Κοινωνικός Φιλελευθερισμός, Βάρη Αττικής: Ποιότητα.

1

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Εκπόνηση επικοινωνιακού σχεδίου για το Βυζαντινό Μουσείο

Ανάπτυξη πλάνου δημοσίων σχέσεων για την υποψήφια δήμαρχο Αθηναίων με την “Αθηναϊκή Συμπολιτεία” Ιωάννα Καστρίτη

Η διαδικασία της επικοινωνίας στην ταινία μικρού μήκους της Νάνσυ Σπετσιώτη: «Τζαφάρ»