Η διαδικασία της επικοινωνίας στην ταινία μικρού μήκους της Νάνσυ Σπετσιώτη: «Τζαφάρ»





Ι. Εισαγωγή

Τα μοντέλα επικοινωνίας είναι μηχανισμοί μέσω των οποίων λαμβάνει χώρα η διεργασία μετάδοσης και ανταλλαγής μηνυμάτων. Υπάρχουν διάφορα τέτοια μοντέλα. Από αυτά θα επιλέξουμε δύο για τις ανάγκες της εργασίας μας που αναφέρεται στην επεξήγηση της επικοινωνιακής διαδικασίας που αναπτύσσεται στην ταινία μικρού μήκους «Τζαφάρ» της Νάνσυ Σπετσιώτη. Το πρώτο είναι το μοντέλο των Shannon και Weaver (Fiske, 1992: 13), ενώ το δεύτερο εκείνο του Newcomb (Fiske, 1992: 42). Αφού αναλύσουμε την ταινία με βάση το καθένα από αυτά, στη συνέχεια θα προχωρήσουμε σε σύγκριση τους με σκοπό την ανάδειξη εκείνου που ανταποκρίνεται καλλίτερα στην επικοινώνηση του μηνύματος που εκπέμπεται από την ταινία.

II. Η εφαρμογή του μοντέλου των Shannon και Weaver στην ταινία

Το μοντέλο αυτό συνιστά μία γραμμική διαδικασία επικοινωνίας (Fiske, 1992: 13) που περιλαμβάνει τον πομπό (πηγή του σήματος) ο οποίος μεταδίδει μέσα από ένα κανάλι προς τον δέκτη, αναζητώντας, αφενός μεν την όσο το δυνατόν πιο απρόσκοπτη μετάδοση του εκπεμπομένου μηνύματος αφετέρου δε την ακρίβεια (Fiske, 1992: 14) και την αποτελεσματικότητα (Fiske, 1992: 14) αυτού. Λειτουργεί εντελώς μηχανικά, ενώ καθιστά τον πομπό απόλυτο κυρίαρχο ώστε να αποφασίζει για το ποιο μήνυμα θα στείλει.

Στο φιλμ της Νάνσυ Σπετσιώτη η δημιουργός αλλά και πηγή του μηνύματος είναι η ίδια. Ουσιαστικά λειτουργεί ως επικοινωνητής (Βιντάλ-Σίγνιτζερ, 1999: 36) καθορίζοντας, από τη μία, το μήνυμα και το περιεχόμενό του που θέλει να στείλει και από την άλλη επιλέγοντας το μέσο. Παράλληλα, έχοντας και την ιδιότητα του πομπού, αναλαμβάνει και την ευθύνη να διαχύσει το μήνυμα στο κοινωνικό σύνολο.

Η οπτική γωνία της σκηνοθέτου – Οι οπτικές γωνίες των πρωταγωνιστών

Η οπτική της κ. Σπετσιώτη εστιάζει στην καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Από την πλευρά των πρωταγωνιστών, εκείνοι χρησιμοποιούνται, κυρίως, ως ψευδο-επικοινωνητές (Βιντάλ-Σίγνιτζερ, 1999: 36) επιχειρώντας να περάσουν την κεντρική ιδέα της δημιουργού στην κοινωνία ως άμεσα ενεργούμενά της, ενσαρκώνοντας τους ρόλους που η ίδια σχεδίασε. Εξειδικεύοντας περαιτέρω η οπτική γωνία των γονιών αντικατοπτρίζει τα αισθήματα των περισσοτέρων γηγενών, όπως τα αντιλαμβάνονται μέσα από την κατασκευή (Littlejohn & Foss, 2012: 109) της εικόνας που έχουν δημιουργήσει έναντι των μεταναστών. Η οπτική του Τζαφάρ, τώρα, αναδεικνύει το μέγεθος της περιθωριοποίησης (Littlejohn & Foss, 2012: 110) που αισθάνονται οι μετανάστες στην κοινωνία μας.

Λεκτικά και μη λεκτικά μηνύματα που προσλαμβάνονται 

Τα λεκτικά μηνύματα στην ταινία είναι δύο. Το πρώτο αφορά το πλάνο που περιμένουν στον διάδρομο. Εκεί η μοναδική φράση που ακούγεται είναι η προτροπή της μητέρας στο κοριτσάκι να καθίσει από την άλλη μεριά, μακριά από τον Τζαφάρ. Η προτροπή αυτή ενέχει το αξίωμα της ευγένειας (DeVito, 2004: 162) καθώς είναι έμμεση (DeVito, 2004: 164). Το δεύτερο λεκτικό μήνυμα λαμβάνει χώρα στο γραφείο του γιατρού όπου ο ίδιος με ευθύτητα και ειλικρίνεια, δηλώνοντας αμεσότητα (DeVito, 2004: 162), ανακοινώνει πως το μόσχευμα για τη μικρή Άννα προέρχεται από τον Τζαφάρ.

Από την άλλη, η ταινία βρίθει μη λεκτικών μηνυμάτων. Αρχικά η στάση και οι κινήσεις των σωμάτων (DeVito, 2004: 188): του Τζαφάρ (μαζεμένος και σφιγμένος), των γονιών (συνοφρυώνονται όταν αντικρίζουν τον Τζαφάρ), της μικρής (αμήχανης). Έπειτα, τα συναισθήματα στα πρόσωπα (DeVito, 2004: 190) όπως η περιφρόνηση των γονιών προς τον μετανάστη αλλά και η έκπληξη τους στο τέλος λειτουργούν συνδυαστικά τόσο με τη παραγλώσσα (το απαξιωτικό ψιθύρισμα του πατέρα) (DeVito, 2004: 204) όσο και με την παρατεταμένη σιωπή που εκφράζει ενόχληση (DeVito, 2004: 206). Επίσης, η οπτική επαφή είναι ιδιαίτερα ενδεικτική. Οι γονείς κοιτούν τον Τζαφάρ με αίσθημα οπτικής υπεροχής (DeVito, 2004: 193) ενώ ο ίδιος αποφεύγει το βλέμμα του προς εκείνους (προτιμώντας την απλανή περιπλάνηση) ρίχνοντας μόνον ένα απαλό φευγαλέο τόνο του μαζί με ένα χαμόγελο στη μικρούλα. Επιπλέον, η προσπάθεια να κρατηθεί η οικογένεια μακριά από τον Τζαφάρ φανερώνει ένα ακόμη μη λεκτικό μήνυμα στον χώρο (DeVito, 2004: 195), το οποίο συνδυάζεται με την αποφυγή του αγγίγματος (DeVito, 2004: 203), σε αντίθεση με τον γιατρό που αγκαλιάζει τον Τζαφάρ θέλοντας να ενισχύσει τα συναισθήματα της αποδοχής και της φιλίας.

Περισσότητα και εντροπία

Σχετικά με τη χρησιμοποίηση των εννοιών της περισσότητας και της εντροπίας η σκηνοθέτης προβαίνει σε έναν έξυπνο διαχωρισμό. Εάν προσέξουμε την ταινία, εκείνη χωρίζεται σε δύο βασικά πλάνα. Εκείνο του διαδρόμου και εκείνο στο γραφείο του γιατρού. Στο πρώτο πλάνο επικρατεί, σχεδόν απόλυτα, η περισσότητα (ως η κυρίαρχη δύναμη του κατεστημένου) (Fiske, 1992: 26), καθόσον ο θεατής παρακολουθεί μία συνηθισμένη συμβατική σκηνή που είναι οικεία σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο. Μία οικογένεια γηγενών που κρατά τις αποστάσεις από έναν αλλόφυλο μετανάστη. Μία μικρή ανατροπή αρχίζει να διαφαίνεται στο τέλος όταν η νοσοκόμα καλεί και τις δύο πλευρές (οικογένεια και μετανάστη). Εκεί, όμως, που συντελείται η απόλυτη ανατροπή των έως τώρα δεδομένων είναι στο δεύτερο πλάνο, όπου  ο γιατρός παρουσιάζει τον μετανάστη-Τζαφάρ ως τον δότη του μοσχεύματος που έσωσε τη μικρή. Η αυτόματη αύξηση της εντροπικής αδρεναλίνης σοκάρει και ανατρέπει το κατεστημένο, εξαφανίζοντας και το τελευταίο ίχνος περισσότητας.

Μέσα και κανάλια

Αναφορικά με το μέσο που χρησιμοποιείται, στην προκειμένη περίπτωση είναι το διαδίκτυο που αποτελεί ένα μηχανικό μέσο (Fiske, 1992: 27). Σε συνέχεια του παραπάνω μέσου ο φυσικό δίαυλος του είναι οι γραμμές του διαδικτύου.

Θόρυβοι

Το μήνυμα που μεταφέρεται είναι παραστατικό και ξεκάθαρο. Θόρυβοι που θα μπορούσαν να το αλλοιώσουν δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι (η φασαρία σε ένα πολύβουο νοσοκομείο είναι διακριτική), πλην του μουσικού θέματος της ταινίας προς το τέλος, το οποίο, όμως, υποβοηθά στην κατανόηση του νοήματος.

Ο ρόλος της αντιληπτικής διαδικασίας

Η σκηνοθέτης επιτυγχάνει να ενισχύσει την αντίληψη που θέλει να επικοινωνήσει στο κοινό-δέκτη ενισχύοντας υπέρμετρα την αισθητηριακή διέγερση (DeVito, 2004: 68), αφενός μεν μέσω του πλήθους μη λεκτικών μηνυμάτων που εκπέμπονται αφετέρου δε με την λεκτική αποκάλυψη στο τέλος της ταινίας. Αυτά συντελούν στην αποκαθήλωση του όλου σκηνικού της αυτοεκπληρούμενης προφητείας (DeVito, 2004: 72) που έχει στηθεί με την έναρξη της ταινίας.

Οι πεποιθήσεις και η στάση του κοινού έναντι της δημιουργού

Σύμφωνα με τη θεωρία της προσδόκιμης αξίας του Fishbein (Littlejohn & Foss, 2012: 92) οι πεποιθήσεις είναι ένα γενικότερο φαινόμενο, όμως η στάση ενέχει αξιολόγηση. Η στάση του γηγενούς κοινού που παρακολούθησε την ταινία είναι λίαν πιθανόν να αλλάξει απέναντι στους μετανάστες και να τους δει με μεγαλύτερη συμπάθεια μέσα από μία διαδικασία επαναξιολόγησης της προσφοράς τους στο κοινωνικό σύνολο. Το γεγονός αυτό ίσως να συμπαρασύρει και το γενικότερο πλέγμα των πεποιθήσεών τους για το μεταναστευτικό. Αυτομάτως, τότε, η δημιουργός θα τύχει αναγνώρισης και προβολής, ακριβώς επειδή θα έχει συμβάλλει καίρια στην αλλαγή στάσεων και πεποιθήσεων.

Ανατροφοδότηση της δημιουργού από το κοινό

Το φιλμ της Νάνσυ Σπετσιώτη πυροδότησε πληθώρα σχολίων. Αρκετά από αυτά είναι θετικά (κυρίως ατόμων που ανήκουν στην αριστερά και τον φιλελεύθερο χώρο), άλλα είναι ουδέτερα εστιάζοντας νηφάλια το θέμα, ορισμένα ενέχουν αρνητική κριτική ήπιων τόνων (άτομα που πρόσκεινται στον συντηρητικό χώρο), ενώ αρκετά είναι επιθετικά. Τα τελευταία αντανακλούν μία έντονα ρατσιστική γλώσσα (DeVito, 2004: 170) που πηγάζει από ρατσιστικές στάσεις, αντιλήψεις και στερεότυπα που έχουν βρει πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια, εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο μία σημαντική μερίδα των πολιτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ιστοσελίδα tvxs, αν και αριστερών πεποιθήσεων υπάρχουν ρατσιστικά σχόλια. Βασικό χαρακτηριστικό τους είναι τα κεφαλαία γράμματα που στο διαδίκτυο δηλώνουν ότι φωνάζουν (DeVito, 2004: 163) και οι ανάρμοστες φράσεις: http://tvxs.gr/news/sinema/jafar-pos-katarriptetai-o-ratsismos-se-2-lepta. Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι η «απάντηση» του ακροδεξιού χώρου με το ακόλουθο βίντεο: https://www.youtube.com/watch?v=wsMBcNFoloM με το οποίο επιχειρούν να απαντήσουν εστιάζοντας στα «δεινά» της μαζικής μετανάστευσης και του πολυπολιτισμού.

III. Η εφαρμογή του μοντέλου του Newcomb στην ταινία

Ο Newcomb εστιάζει περισσότερο στις κοινωνικές σχέσεις με στόχο τη διατήρηση της ισορροπίας (Fiske, 1992: 42) στην κοινωνία. Στο τριγωνικό του σχεδιασμό ΑΒΧ ο πομπός και μαζί δέκτης Α είναι η σκηνοθέτης, ο δέκτης και μαζί πομπός Β είναι η ελληνική κοινωνία και το Χ είναι το ακανθώδες θέμα της μαζικής μετανάστευσης στην Ελλάδα από τρίτες χώρες.

Σε αυτό το μοντέλο το κυρίως ζητούμενο δεν είναι το μήνυμα –το οποίο, άλλωστε, δεν αποτελεί αυτοτελές στοιχείο στον σχεδιασμό του Newcomb- αλλά η κοινωνία-στόχος, τα στερεότυπα και τις πεποιθήσεις της οποίας επιζητεί να αποδομήσει ώστε να αποδεχθεί το «διαφορετικό» στους κόλπους της. Υπό αυτό το πρίσμα, η οπτική της δημιουργού (και συνακόλουθα και των πρωταγωνιστών) τονίζεται, έτι περαιτέρω, με τη χρησιμοποίηση διαφόρων εργαλείων. Ένα τέτοιο εργαλείο είναι η χρησιμοποίηση της θεωρίας της οπτικής γωνίας (Littlejohn & Foss, 2012: 109), από την πλευρά όμως του απόκληρου, του ανεπιθύμητου, του μετανάστη-παρία βιώνει την απόρριψη σε όλα τα επίπεδα. Αρκετά σημαντικά εργαλεία αποτελούν τα λεκτικά και τα μη λεκτικά μηνύματα, η εξαιρετική χρήση των οποίων έχει αναλυθεί πιο πάνω. Υποδειγματική, επίσης είναι η εναλλαγή περισσότητας-εντροπίας η οποία, με αριστοτεχνικό τρόπο, απεικονίζεται ανάγλυφα στα πρόσωπα της ταινίας. Ακόμη, η χρησιμοποίηση των Μέσων και των Καναλιών απαντάται με τον ίδιο τρόπο. Το ίδιο και ο θόρυβος.

Από την άλλη, η αντιληπτική διαδικασία παρουσιάζεται με ενισχυμένο ρόλο –σε αυτό βοηθάει τα μέγιστα η ανατρεπτική εντροπία λίγο πριν το τέλος της ταινίας-. Το γεγονός αυτό ενδέχεται να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις στην κατεύθυνση της αλλαγής της στάσης του κοινού σε πρώτο χρόνο με απώτερο στόχο την αλλαγή των πεποιθήσεων τους συνολικά έναντι της μετανάστευσης. Σε αυτό το μοντέλο λίγο ενδιαφέρει τη δημιουργό εάν θα τύχει η ίδια διθυραμβικών κριτικών για τη δουλειά της. Εξάλλου, η έμφαση εδώ δίνεται στην αλλαγή της συνολικής νοοτροπίας του κοινωνικού στόχου (κοινό-δέκτης) του μηνύματος με σκοπό την εξομάλυνση των σχέσεων σε πρώτη φάση και αρμονικής συμβίωσης σε δεύτερη γηγενών και μεταναστών.

Τέλος, η ανατροφοδότηση σε αυτό το μοντέλο είναι αυτονόητη και συνεχής μεταξύ πομπού και δεκτών. Άλλωστε αυτό αποτελεί βασικό κλειδί στη διαδικασία του μοντέλου Newcomb. Η ανάλυση είναι ίδια και έχει απαντηθεί πιο πάνω.

IV. Σύγκριση των 2 μοντέλων – ανάδειξη του καταλληλότερου

Μετά την παρουσίαση των δύο επικοινωνιακών μοντέλων, θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε εκείνο που προσιδιάζει καλλίτερα με το μήνυμα που θέλει να περάσει η Νάνσυ Σπετσιώτη. Αμφότερα ανήκουν στη σχολή της διαδικασίας (Fiske, 1992: 8). Το μοντέλο των Shannon και Weaver ακολουθεί την μαθηματική ακρίβεια των δημιουργών του. Δίνει έμφαση  στον πομπό και φροντίζει να ενσωματώσει το νόημα μέσα στο μήνυμα (Fiske, 1992: 14). Εν προκειμένω, το μήνυμα μεταφέρει την κεντρική ιδέα της συνύπαρξης με τους μετανάστες, πως είναι ισότιμα μέλη της κοινωνίας και πως μπορούν να συνεισφέρουν το ίδιο όπως όλοι οι άλλοι. Ειδικότερα, στην περίπτωση της μικρής Άννας, ο Τζαφάρ εμφανίζεται ως ο σωτήριος δότης για το πρόβλημα τής υγείας της. Είναι εκείνος που της χαρίζει τη ζωή με την αλτρουιστική του αυτή πράξη. Αυτό, όμως, είναι η επιφάνεια, το φαίνεσθαι, που δείχνει να φέρνει άμεσα και χειροπιαστά αποτελέσματα αλλάζοντας τη στάση του κοινού. Κατά συνέπεια, αυτό το μοντέλο είναι ιδανικό, εάν στόχος μας είναι η άμεση ανάδειξη ενός προβλήματος.

Από την άλλη, το μοντέλο του Newcomb, πέραν της αναδείξεως του αυτονόητου, (μετά τη σκηνική ανατροπή του τέλους) που καταδεικνύει ότι και ο Τζαφάρ είναι άνθρωπος με αισθήματα, ενδοσκοπεί στα βαθιά νερά της αλλαγής εκείνων των κοινωνικών πεποιθήσεων που θεωρούν τους μετανάστες άχρηστους και επιζήμιους για την κοινωνία. Ο πυρήνας της σκέψης του Newcomb με αυτό το μοντέλο είναι να βοηθήσει στον κοινωνικό σκοπό της επικοινωνίας, ο οποίος είναι η ανάπτυξη και διατήρηση των σχέσεων των ανθρώπων. Στο παράδειγμά μας είναι η συμφιλίωση γηγενών και μεταναστών μέσα από τη δημιουργία κοινά αποδεκτών επικοινωνιακών κωδίκων ώστε να δημιουργηθούν στενότερες και γονιμότερες σχέσεις. Με δύο λόγια, το μοντέλο Newcomb αποσκοπεί στην ουσία και όχι στις τεχνικές λεπτομέρειες. Εδώ το νόημα δεν κρύβεται στο μήνυμα αλλά στον ρόλο που παίζει η επικοινωνία στις κοινωνικές σχέσεις.  

V. Συμπεράσματα

Με τη συνεξέταση των δύο μοντέλων, μπορούμε να πούμε ότι αμφότερα μπορούν να χρησιμοποιηθούν, το ένα ως συμπλήρωμα του άλλου. Ο συνδυασμός τους ευνοεί τόσο τη διάδοση όσο και την νοηματική επικοινώνηση της πληροφορίας. Το πρώτο χρησιμεύει για τη μετάδοση των άμεσων μηνυμάτων μέσα από ένα προσεγμένο δίκτυο λειτουργώντας βραχυπρόθεσμα ενώ το δεύτερο εστιάζει στα έμμεσα αποτελέσματα που είναι μακροπρόθεσμα και πιο μόνιμα.


VI.           ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.      Fiske John, (1992), Εισαγωγή στην Επικοινωνία, Μετάφραση: Βέρα Μεσσήνη – Ελένη Λούντζη, Αθήνα: Αιγόκερως.
2.      Βιντάλ Σβεν - Σίγνιτζερ Μπένο, (1999), Εφαρμοσμένη Επικοινωνία, Εισαγωγή-Επιμέλεια: Παπαθανασόπουλος Στέλιος, Μετάφραση: Μεταξά Κάτια, Αθήνα: Καστανιώτη.
3.      Littlejohn W. StephenFoss A. Karen, (2012), Θεωρίες ανθρώπινης επικοινωνίας, Επιστημονική επιμέλεια: Γαρδικιώτης Αντώνης, Μετάφραση: Λυμπεροπούλου Χαρά, Αθήνα: Πεδίο.
4.      DeVito A. Joseph, (2004), Ανθρώπινη επικοινωνία, Μετάφραση: Κουβαράκου Διονυσία, Περιστέρι: Έλλην.
5.      http://tvxs.gr/
https://www.youtube.com/channel/UC9r8w4yCZMoE4vxIcgvYMAg

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Εκπόνηση επικοινωνιακού σχεδίου για το Βυζαντινό Μουσείο

Ανάπτυξη πλάνου δημοσίων σχέσεων για την υποψήφια δήμαρχο Αθηναίων με την “Αθηναϊκή Συμπολιτεία” Ιωάννα Καστρίτη