Περί Παγκοσμιοποίησης



Ι. Εισαγωγή

Η παγκοσμιοποίηση είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο. Έναν ορισμό της δίνει το Βικιλεξικό που την προσδιορίζει ως την ιστορική εξέλιξη των τελευταίων δύο δεκαετιών, η οποία οδηγεί σε μία διαρκώς αυξανόμενη αλληλεξάρτηση μεταξύ των κρατών` Σε πρώτο στάδιο μέσω της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας ενώ στη συνέχεια περνά σε τεχνολογικό και πολιτισμικό επίπεδο (Βικιλεξικό, 07/04/2013: http://el.wiktionary.org). Βεβαίως, να σημειώσουμε ότι στην ακαδημαϊκή κοινότητα δεν έχουν καταλήξει σε κοινά αποδεκτό όρο που να εκφράζει την έννοια της παγκοσμιοποίησης στο σύνολό της (David Held, 2004: 19). Με το παρόν, αφενός μεν θα επιχειρήσουμε να ενσκήψουμε στην οικονομική της διάσταση και την ευθύνη της στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, αφετέρου δε θα ερευνήσουμε τον ρόλο της στον επαναπροσδιορισμό του εθνικού στην εποχή μας, σε σχέση όμως με τη διεθνοποιημένη οικονομική πρακτική της.

ΙΙ. Οικονομική Παγκοσμιοποίηση και Χρηματοπιστωτική κρίση

Στις ημέρες μας οι οικονομικές δραστηριότητες έχουν λάβει παγκόσμιες διαστάσεις, διαμορφώνοντας ένα παγκόσμιο οικονομικό δίκτυο συναλλαγών, αδιάκοπης κίνησης κεφαλαίων, αλλά και ανθρώπινου δυναμικού. Το πρώτο στάδιο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης μπορεί να ανιχνευτεί στη διάσκεψη του Bretton Woods τον Ιούλιο του 1944. Εκεί καθιερώθηκε το σύστημα σταθερών ισοτιμιών, βάσει του οποίου κάθε χώρα υποχρεούνταν να διατηρήσει σταθερή την ισοτιμία του νομίσματός της με σημείο αναφοράς τον χρυσό, αλλά με ενδιάμεσο μετατρέψιμο νόμισμα το αμερικανικό δολάριο. Το τελευταίο ήταν το μοναδικό νόμισμα που μπορούσε να μετατραπεί σε χρυσό. Επιπρόσθετα, στην ίδια διάσκεψη, αποφασίστηκε η ίδρυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Παγκόσμιας Τράπεζας και της GATT, ως των απαραίτητων εργαλείων για την άσκηση διεθνούς οικονομικής πολιτικής.

Οι ρίζες, τώρα, της σημερινής χρηματοπιστωτικής κρίσης ανάγονται στο μακρινό 1971. Συγκεκριμένα, ο τότε πρόεδρος των Η.Π.Α Ρίτσαρντ Νίξον, υπό το βάρος των συσσωρευμένων ελλειμμάτων, αποφάσισε να αποσυνδέσει το δολάριο από τη μετατροπή του σε χρυσό, οδηγώντας στην κατάρρευση του συστήματος που εγκαινιάστηκε στο Bretton Woods. Παράλληλα, το Κεϋνσιανό μοντέλο ανάπτυξης, με οδηγό τον κρατικό παρεμβατισμό, παρουσίαζε δομικά προβλήματα που οδηγούσαν σε δυσλειτουργίες. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να αναλάβουν, εκ νέου, το ρόλο της ατμομηχανής στην παγκόσμια οικονομία οι τράπεζες, παραγκωνίζοντας τα κράτη και τις κυβερνήσεις τους. Το δυστύχημα ήταν πως οι τελευταίες δεν επένδυσαν σε παραγωγικές επενδύσεις, αλλά επιδόθηκαν σε μία ατελείωτη αλυσσίδα παραγωγής χρηματοοικονομικών προϊόντων, δίχως πραγματικό αντίκρισμα. Κατά συνέπεια, η εγκατάλειψη των σταθερών ισοτιμιών και η απεριόριστη δυνατότητα που δόθηκε στις τράπεζες για την ανάπτυξη σύνθετων τραπεζικών παραγώγων από τις νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις (neocons), αλλά και από τους “εκσυγχρονιστές” σοσιαλδημοκράτες στη συνέχεια, οδήγησε, σταδιακά, στη δημιουργία της τραπεζικής φούσκας που έσκασε το 2008.

Οι εγγενείς αδυναμίες του συστήματος της ελεύθερης αγοράς, όπως τις εντόπισε ο Κοντράτιεφ (David Knox Barker, 1988: 54) -οικονομικοί κύκλοι με ανόδους και υφέσεις-, συνδυάστηκαν με τις λανθασμένες πολιτικές των κυβερνήσεων, οι οποίες επέτρεψαν την τραπεζική ασυδοσία καίτοι υπήρχε το καταστροφικό προηγούμενο του κραχ του 1929. Μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικό πλαίσιο που επέβαλλε την αυτορρυθμιζόμενη οικονομία που ευαγγελίζονταν η "Σχολή του Σικάγο", η "Αυστριακή" και άλλες νεοφιλελεύθερες δεξαμενές σκέψης, οι κυβερνήσεις άφησαν ελεύθερους τους τραπεζικούς χαλινούς, με αποτέλεσμα οι αγορές να κατακλυστούν από τοξικά παράγωγα, ενώ, συγχρόνως, δρούσαν ανενόχλητοι οι επιτήδειοι των Hedge Funds, οι οποίοι κερδοσκοπούσαν ασυστόλως.


Όμως, αυτός ο τζόγος επέπρωτο να τελειώσει κάποια στιγμή. Έτσι, όταν κατέρρευσαν οι χάρτινες πυραμίδες του χρηματοπιστωτικού συστήματος το 2008, τόσο οι κυβερνήσεις, όσο και ο κόσμος, βρέθηκαν απροετοίμαστοι, όντες απορροφημένοι εντός μίας εικονικής πραγματικότητας. Εκείνοι που δημιούργησαν το πρόβλημα, οι τραπεζίτες δηλαδή, προσέφυγαν στην κρατική στήριξη (σχέδιο Πόλσον στις Η.Π.Α, μέτρα για τη στήριξη των τραπεζών στην Ευρώπη), με επακόλουθο τη μετατροπή της χρηματοπιστωτικής κρίσης σε δημοσιονομική. Ασφαλώς επρόκειτο για ειρωνεία της τύχης να προσφεύγουν στο κράτος οι διαπρύσιοι κήρυκες της οικονομικής ελευθεριότητας. Αυτό ήταν η μία όψη του νομίσματος. Από την άλλη, με αυτό τον τρόπο, τα ελλείμματα, οι παραλείψεις, τα λάθη τους μεταφέρθηκαν στις πλάτες των απλών πολιτών, δημιουργώντας ανθρωπιστικές κρίσεις σε χώρες, υποτίθεται, αναπτυγμένες. Στην ουσία αναφερόμαστε σε μία ιδιότυπη κοινωνικοποίηση των ζημιών, που διαιωνίζει τις κοινωνικές ανισότητες, ανοίγοντας περισσότερο την ψαλίδα μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων.


ΙΙΙ. Παγκοσμιοποίηση και επαναπροσδιορισμός του εθνικού     

Είναι γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση σηματοδοτεί το τέλος του εθνικού κύκλου των κρατών. Άλλωστε, ο ιδεολογικός πυρήνας της, με άξονα πάντα τον νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο οικονομισμό, επεκτείνεται στην πολιτισμική, διατροφική, ακόμη και τη θρησκευτική ομογενοποίηση με στόχο τη δημιουργία μίας παγκόσμιας ταυτότητας. Ήδη τα διεθνή δίκτυα διασύνδεσης που εξυπηρετούν την παγκοσμιοποίηση, έχουν υπερβεί, προ πολλού, τα εθνικά όρια, καθορίζοντας τις παγκόσμιες εξελίξεις.

Σημείο καμπής για την παγκοσμιοποίηση ήταν η ανάληψη της κυβέρνησης της Μεγάλης Βρετανίας από τη νεοσυντηρητική Μάργκαρετ Θάτσερ το 1979 και η εκλογή του Ρεπουμπλικανού Ρόναλντ Ρήγκαν ως προέδρου των Η.Π.Α το 1980. Οι δύο ηγέτες αποφάσισαν να συνεργαστούν στα πλαίσια του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου, το οποίο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 είχε ξεπροβάλλει ως η λύση από το αδιέξοδο του Κεϋνσιανού οικονομικού προτύπου. Βεβαίως, το εγχείρημα ευνοήθηκε από το ξέσπασμα των δύο πετρελαϊκών κρίσεων (1973 και 1979). Με δύο λόγια η καινούργια οικονομική πλατφόρμα στηρίχθηκε, σε πρώτη φάση στο άνοιγμα των συνόρων και των αγορών, ενώ σε μία δεύτερη δρομολογήθηκε ο περιορισμός του κρατικού ελέγχου στις αγορές και τη διακίνηση κεφαλαίων.  

Εδώ να σημειώσουμε ότι η παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί μία πρωτόγνωρη κατάσταση. Ως ιδέα προϋπήρχε ήδη από την εποχή του ελληνιστικού κόσμου (οικουμενισμός με βάση τον ελληνικό πολιτισμό), τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Pax Romana), τη Βυζαντινή (Βυζαντινή Κοινοπολιτεία) και την Αγγλική (Βρετανική αποικιοκρατική αυτοκρατορία). Υπάρχει, όμως, μία ουσιώδης διαφορά μεταξύ της σημερινής παγκοσμιοποίησης και των προγενεστέρων που αναφέρθηκαν. Οι προηγούμενες απόπειρες παγκοσμιοποίησης ενέτασσαν το όποιο ιδιωτικό συμφέρον στην εξυπηρέτηση του κράτους. Για παράδειγμα η Βρετανική εταιρεία των ανατολικών Ινδιών εξυπηρετούσε αποκλειστικά τα Αγγλικά κρατικά συμφέροντα. Το ίδιο και η αντίστοιχη Ολλανδική τα Ολλανδικά. Παρόμοια, οι διάφορες συντεχνίες στην Κωνσταντινούπολη έδιναν αναφορά στον Έπαρχο και εκείνος στον αυτοκράτορα. Στην εποχή μας, πάλι, έχει απολεσθεί ο εθνικός οικονομικός έλεγχος, περιορίζοντας, συνακόλουθα, την άσκηση εθνικής πολιτικής για λογαριασμό του εθνικού συμφέροντος. Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον ευνοεί τη χειραγώγηση των εθνικών κυβερνήσεων και των πολιτών από τις πολυεθνικές, τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης και τις τράπεζες. Στην πραγματικότητα, τα κράτη εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μεγάλων υπερεθνικών επιχειρήσεων και οργανισμών με το να υπόκεινται στις ανάγκες και τη βούληση των διεθνών κεφαλαίων. 

Μία άλλη παράμετρος της παγκοσμιοποίησης είναι η διευκόλυνση της μετακίνησης εργατικού δυναμικού. Ταυτόχρονα με την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων επιχειρείται μία αναπροσαρμογή της μεταναστευτικής πολιτικής, με σκοπό να ευνοήσει τη μετανάστευση τόσο εξειδικευμένου προσωπικού όσο και εργατικού δυναμικού. Θεσπίζονται νόμοι ώστε να παρέχονται τα ίδια εργασιακά δικαιώματα στους μετανάστες με αυτά των γηγενών. Εξάλλου, οι καλλίτερες οικονομικές συνθήκες στις ανεπτυγμένες χώρες, σε συνδυασμό με τη βαθειά υπανάπτυξη των χωρών του Τρίτου κόσμου, έχει ως συνέπεια να αποτελέσουν οι πρώτες πόλο έλξης για τους κατοίκους των δεύτερων. Η υπερβολική, όμως, παρουσία τριτοκοσμικών μεταναστών, που βασίζεται αποκλειστικά στον οικονομικό σχεδιασμό, ενέχει τον κίνδυνο ανάπτυξης εχθρικών έως ρατσιστικών αισθημάτων των κατοίκων των ανεπτυγμένων δυτικών κρατών.

Εκτός των άλλων, το σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον με την αλματώδη τεχνολογική ανάπτυξη  που ευνοεί, όσο ποτέ άλλοτε, την επικοινωνία, λειτουργεί ως παράγοντας πολιτισμικής ώσμωσης μεταξύ των λαών. Η διακίνηση των ιδεών μέσα από τα διάφορα διεθνή κινήματα και οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστία, η  Unicef, η Greenpeace κ.λ.π είναι άμεση και μαχητική. Τα εθνικά σύνορα καταλύονται ενώ γινόμαστε κοινωνοί της κουλτούρας μακρινών λαών, ακόμη και μειονοτικών πληθυσμών στην άλλη άκρη της γης. Οι τηλεπικοινωνίες, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, η μουσική και το διαδίκτυο, ειδικά το τελευταίο, αποτελούν τα κύρια κανάλια διάχυσης της πληροφορίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Τελευταίο παράδειγμα η παγκόσμια φρενίτιδα με τον χορό Harlem Shake που ξεκίνησε από την Αυστραλία και οφείλεται στη διάδοσή του από την ιστοσελίδα youtube. Φυσικά, θα πρέπει να επισημάνουμε τόσο τον δυνητικό όσο και τον υπαρκτό στόχο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης να επιβάλλει το δικό της ομογενοποιημένο μοντέλο ανθρώπου κατά το δοκούν. Εξάλλου, είναι απτές οι προσπάθειες της να οικειοποιηθεί τον ρόλο της νεοσχηματιζόμενης “παγκόσμιας συνείδησης” (David Held, 2004: 67), ώστε να οικοδομήσει έναν τύπο μαζανθρώπου, έναν καταναλάνθρωπο (Homo Catanaloticous), ο οποίος θα υπακούει (Παγκόσμια Τράπεζα), θα καταναλώνει (Coca cola, γενετικά τροποποιημένες τροφές, Codex Alimentarious (07/04/13: http://en.wikipedia.org) θα ζει γενικά σύμφωνα με τις επιταγές της, κάτι ανάλογο με τους υπνωτισμένους ανθρώπους στην ταινία “They live” του John Carpenter.      

IV. Συμπεράσματα

Όπως είδαμε, η παγκοσμιοποίηση που βιώνουμε στις μέρες μας είναι, κατά βάσιν, οικονομικής φύσεως. Δημιουργεί τις συνθήκες για την εξάπλωση των κεφαλαίων, την οικονομική μετανάστευση, την εκμετάλλευση της τεχνολογίας, ωθεί στην πολιτιστική προσέγγιση μεταξύ των διαφόρων πολιτισμών και ρυθμίζει τις διακρατικές σχέσεις. Ταυτόχρονα, υπάρχουν οι αρνητικές εκφάνσεις της, κυρίως όσον αφορά την απόπειρα δημιουργίας ανθρώπινου προτύπου συμπεριφοράς. Παράλληλα, όμως, έχει υπερκεράσει τις εθνικές κυβερνήσεις. Οι πολιτικές αποφάσεις στις διάφορες χώρες εξαρτώνται, πλέον, από τα οικονομικά τεκταινόμενα ενώ ευθυγραμμίζονται με τις υποδείξεις των διεθνών οικονομικών οίκων. Το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο απαγορεύει στα κράτη να ασκήσουν κυρίαρχη εθνική οικονομική πολιτική και να παρεμβαίνουν στις αγορές. Συνεπεία τούτου είναι να έχει αδρανοποιηθεί η δυνατότητα των κυβερνήσεων να χρησιμοποιήσουν εργαλεία όπως η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική (Βεργόπουλος, 1999: 22). Δυστυχώς, η εμμονή στην αυτορρύθμιση των αγορών, καθώς και η ανεξέλεγκτη τζογαδόρικη δράση των τραπεζών οδήγησε στη χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία, στη συνέχεια, διαχύθηκε στις εθνικές οικονομίες με αποτέλεσμα τη σημερινή δημοσιονομική κρίση.  

           
V.    Βιβλιογραφία

  1. David Held & Anthony McGrew, (2004), Παγκοσμιοποίηση/Αντι-Παγκοσμιοποίηση, Μετάφραση: Κατερίνα Κιτίδη, Αθήνα: Πολύτροπον.
  2. David Knox Barker, (1988), Το επερχόμενο παγκόσμιο οικονομικό κραχ, Μετάφραση: Χαρίκλεια Αρβανιτίδου, Θεσσαλονίκη: Στερέωμα.
  3. Βικιπαίδεια, 07/04/2013 http://en.wikipedia.org/wiki/Codex_Alimentarius
  4. Κώστας Β. Βεργόπουλος, (1999), Παγκοσμιοποίηση, η μεγάλη χίμαιρα, Αθήνα: Λιβάνη.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο ρόλος του δημοσιογράφου-επαγγελματία και του δημοσιογράφου-πολίτη στη σύγχρονη δημοσιογραφία

Η διαδικασία της επικοινωνίας στην ταινία μικρού μήκους της Νάνσυ Σπετσιώτη: «Τζαφάρ»

Συνέντευξη Ιφικράτη Αμυρά