Έχει εφαρμογή ή όχι η τεχνολογική νομοτέλεια στην Τηλεόραση και το Διαδίκτυο; Το ελληνικό παράδειγμα



Ι. Εισαγωγή

Τα μέσα της τηλεόρασης και του διαδικτύου αποτέλεσαν τεχνολογικές επικοινωνιακές επαναστάσεις που επέφεραν καταλυτικές αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων. Με βάση αυτό το δεδομένο, αλλά και με την εμπειρία από την εμφάνιση επαναστατικών επικοινωνιακών μέσων στο παρελθόν όπως η τυπογραφία, ο τηλέγραφος, το τηλέφωνο, ο κινηματογράφος και το ραδιόφωνο, ορισμένοι θεωρητικοί διατύπωσαν την άποψη ότι σε κάθε εποχή η τεχνολογία της Επικοινωνίας πρωτοπορεί, καθορίζοντας έτσι τα κοινωνικά δρώμενα. Η θέση αυτή οδήγησε στην ανάπτυξη της θεωρίας του τεχνολογικού ντετερμινισμού, η οποία πρέσβευε ότι οι επικοινωνιακές επαναστάσεις προηγούνται των κοινωνικών (ΜακΚουέιλ, 2003: 114). Με αυτό τον τρόπο δημιουργούν έναν γραμμικό άξονα μεταβλητών τοποθετώντας τα μέσα επικοινωνίας ως την ανεξάρτητη μεταβλητή, το επικοινωνιακό περιβάλλον ως την ενδιάμεση και την κοινωνία ως την εξαρτημένη.

Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα ή απλώς ορισμένοι βλέπουν το «φαίνεσθαι» και όχι την ουσία, το «είναι» του ζητήματος; Διότι, σύμφωνα με την κοινωνιοκεντρική προσέγγιση (ΜακΚουέιλ, 2003: 116), που παρουσιάστηκε στον αντίποδα της τεχνολογικής νομοτέλειας, είναι οι αλλαγές στο κοινωνικό γίγνεσθαι που επιβάλλουν την ανακάλυψη νέων επικοινωνιακών μέσων. Στην περίπτωση αυτή η κοινωνία ορίζεται ως η ανεξάρτητη μεταβλητή που οδηγεί τις εξελίξεις ενώ τα επικοινωνιακά μέσα τοποθετούνται ως την εξαρτημένη. Με το παρόν πόνημα θα εξετάσουμε εάν υπάρχει ή όχι εφαρμογή της τεχνολογικής νομοτέλειας στα μέσα της τηλεόρασης και του διαδικτύου στην Ελλάδα.

ΙΙ. Το ελληνικό παράδειγμα

Πυρήνας της υπόθεσης εργασίας -την οποία θα ξεδιπλώσουμε επιχειρηματολογώντας στοχευμένα- είναι η κοινωνιοκεντρική θεώρηση, που προτάσσει ότι για τη μετάβαση από μία προγενέστερη επικοινωνιακή τεχνολογία σε μία καινούργια κυρίαρχο ρόλο παίζει ο κοινωνικός μετασχηματισμός. Στη μεταπολεμική Ελλάδα ήταν πρόδηλη αυτή η τάση. Είχε ήδη αρχίσει να δημιουργείται ένα αστικοποιημένο περιβάλλον. Οι πληγές του Εμφυλίου με την παράλληλη αποψίλωση της ρημαγμένης επαρχίας οδήγησαν σε ένα ολοένα διογκούμενο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης (εκτός της εξωτερικής) κατά τη δεκαετία του ’50. Το πλήθος των μετοίκων στα μεγάλα αστικά κέντρα δημιούργησε την ανάγκη εξεύρεσης νέων τρόπων και κωδίκων επικοινωνίας.

III. Η Τηλεόραση στην Ελλάδα

Κατά συνέπεια, καθίσταντο επιτακτική η επιλογή ενός μαζικού επικοινωνιακού μέσου, το οποίο θα βοηθούσε στην ομογενοποίηση του αστικού πληθυσμού. Η έλευση της τηλεόρασης ήρθε να καλύψει αυτή την ανάγκη του κόσμου για μαζική φθηνή οικογενειακή ψυχαγωγία, σε πρώτη φάση, εξυπηρετώντας τις επικοινωνιακές επιδιώξεις που προαναφέρθηκαν (ΜακΚουέιλ, 2003: 37), με την ενημέρωση να έπεται (άλλωστε εκείνη την εποχή η ενημέρωση καλύπτονταν από το ραδιόφωνο). Επομένως, ήταν το αίτημα της ελληνικής κοινωνίας (ανεξάρτητη μεταβλητή) των δεκαετιών του ’50 και του ’60 για αλλαγή του επικοινωνιακού περιβάλλοντος (ενδιάμεση) μέσα από ένα λαϊκό μαζικό μέσο επικοινωνίας (εξαρτημένη) που επέβαλλε την είσοδο της τηλεόρασης στην ελληνική οικογένεια. 

Αν και οι πρώτες πειραματικές τηλεοπτικές μεταδόσεις άρχισαν στις αρχές του ’60, τα πρώτα κρατικά κανάλια με τακτικό πρόγραμμα εξέπεμψαν το 1966 και ήταν η τηλεόραση της ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) και η ΤΕΔ (Τηλεόραση Ενόπλων Δυνάμεων). Το 1967 η δικτατορία των Συνταγματαρχών βρήκε μία θαυμάσια ευκαιρία για να προωθήσει την προπαγάνδα της μέσα από τους τηλεοπτικούς δέκτες. Ο μοναδικός συνδυασμός ήχου και εικόνας μέσα από μία μονόδρομη σχέση (το τηλεοπτικό σήμα ως ενεργητικό υποκείμενο και ο οικογενειακός τηλεοπτικός δέκτης ως παθητικό αντικείμενο) έδινε μια άλλη δυναμική τόσο για τη μετάδοση των μηνυμάτων του στρατιωτικού καθεστώτος όσο και για την παρουσίαση αποπροσανατολιστικών ψυχαγωγικών εκπομπών. Επιπρόσθετα, πέραν της χρησιμοποίησης των δελτίων ειδήσεων για τις πολιτικές αποφάσεις και τις εκδηλώσεις του καθεστώτος, θα αναφέρουμε ενδεικτικά την ένταξη του ποδοσφαίρου και των αθλητικών εκπομπών ως μέσων λαϊκής ψυχαγωγίας. Για παράδειγμα η εκπομπή Αθλητική Κυριακή ξεκίνησε το 1969 και αποτέλεσε τη μακροβιότερη τηλεοπτική αθλητική ενημέρωση ενώ η μετάδοση ποδοσφαιρικών αγώνων σημείωνε μεγάλα ποσοστά τηλεθέασης. Εκτός του αθλητισμού η χούντα επένδυσε σε ελληνικές σειρές που καθήλωναν, κυριολεκτικά, τον κόσμο στο σπίτι, αποπροσανατολίζοντάς τον έτσι, αφενός μεν από τα καθημερινά του προβλήματα αφετέρου δε (το κυριώτερο) από την διάθεσή του για πολιτικό αγώνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σειρά Άγνωστος Πόλεμος (1971-1972) του Νίκου Φώσκολου κατέγραφε ποσοστά τηλεθέασης περί το 83%.

Όμως, η προσπάθεια ελέγχου και χειραγωγήσεως της ελληνικής τηλεόρασης συνεχίστηκε και μετά την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος. Οι κομματικές κυβερνήσεις τόσο της Νέας Δημοκρατίας όσο και του ΠΑ.ΣΟ.Κ δεν έδειξαν διατεθειμένες να παραχωρήσουν ανεξαρτησία στην τηλεόραση. Τα τηλεοπτικά δελτία συνέχισαν να προβάλλουν το κυβερνητικό έργο λειτουργώντας ως άτυπα κομματικά όργανα. Κατά συνέπεια, όταν το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 τέθηκε το ζήτημα της απορρύθμισης (Παπαθανασόπουλος, 1993: 17), δηλαδή της εισόδου ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών, σπάζοντας με αυτό τον τρόπο το κρατικό μονοπώλιο, υπήρξε αντίδραση από την τότε κυβέρνηση. Όταν, τελικά, εδόθησαν οι ιδιωτικές τηλεοπτικές άδειες εκείνες ήταν προσωρινές (και συνεχίζουν να είναι) ενώ αποτέλεσαν προϊόν πολιτικών δοσοληψιών και συγκυριών (Παπαθανασόπουλος, 1993: 249). Να τονίσουμε εδώ ότι η εν Ελλάδι ιδιωτική τηλεόραση εισήγαγε τη δεκαετία του ’90 το Life style και το κουτσομπολιό ως τρόπο ζωής (πρωινάδικα, μεσημεριανάδικα), καθώς και την λεγόμενη trash-tv (όπως το περιβόητο Ερωτοδικείο), συντελώντας στην αποπολιτικοποίηση της νέας γενιάς. Η συνεχής απαξίωση του πολιτικού συστήματος οδήγησε τους πολιτικούς στο να ευνοήσουν τη στροφή του κόσμου σε ανάλαφρα θεάματα, απομακρύνοντας τον από την πολιτική. Πρόκειται για παρόμοια πρακτική με εκείνη των Συνταγματαρχών.

IV. Το Διαδίκτυο στην Ελλάδα

Γύρω στις αρχές του 2000 άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του στο ελληνικό γίγνεσθαι το διαδίκτυο ως ένας εναλλακτικός ηλεκτρονικός τρόπος επικοινωνίας και ενημέρωσης, λόγω του ότι με την αμφίδρομη σχέση που προσέφερε έδινε στον χρήστη τη δυνατότητα να είναι ταυτόχρονα λήπτης και πομπός μηνυμάτων. Με αυτόν τον τρόπο ο διαδικτυακός δίαυλος επανέφερε στο επίκεντρο το ενδιαφέρον του πολίτη για τα κοινά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσελκύσει τα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα, όπως ο ΔΟΛ με το in.gr (τέλη του 1999). Να τονίσουμε εδώ ότι το ξεκίνημα του διαδικτύου στην Ελλάδα χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 με την εμφάνιση των πρώτων παρόχων όπως η CompuLink το 1992, η HOL το 1993 και η FORTHnet το 1995. Η χρονολογική αναφορά γίνεται με σκοπό να καταδείξει ότι το συγκεκριμένο μέσο δεν έτυχε από την αρχή μαζικής υποδοχής ανάλογης με την τηλεόραση, παρά μόνον όταν συντελέσθηκαν οι κατάλληλες κοινωνικές ζυμώσεις που του επέτρεψαν να αναδειχτεί ως τον κύριο επικοινωνιακό εκφραστή αυτών. Για άλλη μία φορά η κοινωνία βρίσκεται στο προσκήνιο καθορίζοντας τις εξελίξεις (ανεξάρτητη μεταβλητή) και διαμορφώνοντας τους κανόνες του επικοινωνιακού περιβάλλοντος (ενδιάμεση) στο μέσο που εκείνη επιλέγει (εξαρτημένη) ως τον πλέον κατάλληλο εκφραστή της.

Αν και η αρχική χρήση του διαδικτύου δεν αποσκοπούσε στο να λάβει τη μαζική μορφή που έχει σήμερα, εντούτοις τα πλέον «ψαγμένα» τμήματα της κοινωνίας διείδαν τις εκπληκτικές δυνατότητες του και φρόντισαν να το καταστήσουν ως τον προνομιακό χώρο για να στεγάσουν τον λόγο τους. Άλλωστε ήταν αποκλεισμένοι από την κομματοκρατική τηλεόραση, η οποία δεν άντεχε τον τεκμηριωμένο αντίλογο. Τουναντίον, προωθούσε την κατασκευή τυποποιημένων μαζανθρώπων ασκώντας μία ιδιότυπη έμμεση προπαγάνδα υπέρ του καθιερωμένου status. Έτσι η καθιέρωση του blogging ως προσωπικής έκφρασης και ενημέρωσης, οι ιστοσελίδες άποψης και τα διάφορα φόρα συζητήσεων (όπως το Athens-indymedia που ξεκίνησε το 2001), στα οποία λάμβανε χώρα μίαν συνεχής κίνηση των ιδεών, άρχισαν να δίνουν μία ιδιαίτερη χροιά στη διαδικτυακή κοινότητα. Ύστερα ήρθαν οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης όπως το face book (2005) και το twitter (2006). Είναι γεγονός ότι το δαιμόνιο της πολιτικής ενυπάρχει στον Έλληνα, ο οποίος βρήκε την ευκαιρία να δηλώσει ξανά παρόν στα πολιτικά δρώμενα.

Βεβαίως, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το μεγάλο κύμα επαναπολιτικοποίησης στην Ελλάδα ξεκίνησε το 2010 με την είσοδο της χώρας στο Μνημόνιο (π.χ το κίνημα των αγανακτισμένων Μάϊος-Ιούνιος του 2011). Οπωσδήποτε, όμως, προϋπήρχε η κατάλληλη πλατφόρμα για ακτιβιστικές ενέργειες. Εξάλλου, το διαδίκτυο, από τη φύση του είναι ένα ελεύθερο μέσο, διατηρεί την ανωνυμία του και ευνοεί τον συντονισμό των κάθε λογής δράσεων. Υπενθυμίζω ότι τον Ιούλιο του 2007 υπήρξε άμεση ανταπόκριση του κόσμου στο κάλεσμα των bloggers για συγκέντρωση έξω από τη Βουλή με αφορμή την φωτιά στην Πάρνηθα λίγες ημέρες πριν. Ένα χρόνο μετά τον Δεκέμβριο του 2008, με αφορμή τη δολοφονία του δεκαπεντάχρονου μαθητή Γρηγορόπουλου το διαδίκτυο επίσης πρωτοστάτησε στις κινητοποιήσεις. 

Φυσικά και στην περίπτωση του διαδικτύου τόσο η επίσημη πολιτεία όσο και τα κόμματα δεν το άφησαν ανεκμετάλλευτο. Γεγονός, όμως, είναι ότι εισήλθαν καθυστερημένα στη διαδικτυακή σφαίρα, σε αντίθεση με την τηλεόραση την οποία εκμεταλλεύτηκαν από την αρχή. Από το 2009 άρχισαν να χρησιμοποιούν συγχρόνως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την μπλογκόσφαιρα διάφοροι πολιτικοί στήνοντας ιστοσελίδες και λογαριασμούς, των οποίων τη διαχείριση τις περισσότερες φορές την εμπιστεύονταν σε επικοινωνιολόγους. Το ίδιο έπραξαν και τα κόμματα με κορυφαίο παράδειγμα τους Ανεξάρτητους Έλληνες, ένα κόμμα γέννημα θρέμμα του διαδικτύου και ειδικότερα των κοινωνικών δικτύων (Social media).

V. Σύγκριση Τηλεοράσεως και Διαδικτύου

Παρακολουθώντας την ιστορική πορεία της τηλεόρασης και του διαδικτύου στη μεταπολεμική Ελλάδα διαπιστώνουμε ένα κοινό σημείο αναφοράς σε σχέση με την αποδοχή τους από το ελληνικό κοινό. Αυτό συνίσταται στο ότι ήταν οι κοινωνικές επιταγές που ευνόησαν τη διάδοση και των δύο μέσων. Στην περίπτωση της τηλεόρασης ήταν ο κοινωνικός μετασχηματισμός από αγροτική σε αστική κοινωνία ενώ αναφορικά με το διαδίκτυο το έναυσμα το έδωσαν οι ακτιβιστικές ενέργειες μίας μικρής αλλά κρίσιμης μάζας σκεπτόμενων ανθρώπων, οι οποίοι έμειναν μακριά από την επίδραση των τηλεοπτικών τεκταινόμενων, όντες ενταγμένοι στο κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης. Η διαφορά τους ήταν ότι η τηλεόραση κατέστη από νωρίς όργανο ελέγχου και μονόδρομης χειραγώγησης σε αντίθεση με το διαδίκτυο του οποίου η ελευθερία, βασισμένη στη διαδραστικότητα, άφηνε ανοικτό πεδίο κοινωνικής και πολιτικής δράσης. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, θα λέγαμε ότι η χρήση του διαδικτύου –ιδίως από τους νέους- ξεπέρασε την τηλεόραση η οποία ακολουθεί ασθμαίνοντας, όπως, για παράδειγμα, στον τομέα της ενημέρωσης. Για τον λόγο αυτό προωθείται η λεγόμενη και σύγκλιση των μέσων επικοινωνίας (Παπαθανασόπουλος, 2011: 95) ώστε να επαναφέρουν τον έλεγχο τους στα χέρια της Πολιτείας. Επομένως, κάθε εισαγωγή ενός νέου μέσου αντανακλά την κοινωνική διαπάλη, άρα το μέσο δεν αποτελεί, από μόνο του, το μήνυμα (Mcluhan, 1991: 234). Το μέσο εισάγεται με σκοπό να αποτελέσει το εργαλείο καθοδήγησης της μάζας στην κατασκευή υπηκόων (Ε.Α Ράουτερ, 1982). Κατά συνέπεια η θεωρία της τεχνολογικής νομοτέλειας αποτελεί μία φενάκη.
  

VI. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.                  ΜακΚουέιλ Ντένις, (2003), Η θεωρία της Μαζικής Επικοινωνίας για τον 21ο αιώνα, Μετάφραση: Μεταξά Κάτια, Αθήνα: Καστανιώτη.
2.                  Παπαθανασόπουλος Στέλιος, (1993), Απελευθερώνοντας την Τηλεόραση, Αθήνα: Καστανιώτη.
3.                  Παπαθανασόπουλος Στέλιος, (2011), Τα μέσα επικοινωνίας στον 21ο αιώνα, Συλλογικό, Αθήνα: Καστανιώτη.
4.                  Λιβιεράτος Κώστας – Φραγκούλης Τάκης, (1991), Το μήνυμα του μέσου, Συνθέσεις/1, Μετάφραση: Λυκιαρδοπούλου Αμίκα – Αναγνώστου Λευτέρης, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Ράουτερ Ε. Α, (1982), Η κατασκευή υπηκόων, Μετάφραση: Κούρτοβικ Δημοσθένης, Αθήνα: Αιγόκερος.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Εκπόνηση επικοινωνιακού σχεδίου για το Βυζαντινό Μουσείο

Ανάπτυξη πλάνου δημοσίων σχέσεων για την υποψήφια δήμαρχο Αθηναίων με την “Αθηναϊκή Συμπολιτεία” Ιωάννα Καστρίτη

Η διαδικασία της επικοινωνίας στην ταινία μικρού μήκους της Νάνσυ Σπετσιώτη: «Τζαφάρ»